406
|

Η ζωή μου όλη: «Με τα σημάδιά της απάνω μου»

Avatar Αναστασία Λαμπρία 11 Σεπτεμβρίου 2010, 18:21

Η ζωή μου όλη: «Με τα σημάδιά της απάνω μου»

Avatar Αναστασία Λαμπρία 11 Σεπτεμβρίου 2010, 18:21

Αντιθέτως με τον Δημήτρη Καμπουράκη, δεν έχω πάει ποτέ στη Θεσσαλονίκη διαρκούσης της Διεθνούς Έκθεσης του Σεπτεμβρίου. Επιπλέον, πρεσβεύω μεν ακράδαντα ότι ο κυνισμός μπορεί να σώσει τον κόσμο πλην όμως το πώς συνευρίσκεται η κρατική υπαλληλία (ανώτερη, κατώτερη), που με τόσο οίστρο και δηλητήριο εκείνος περιγράφει, μόνο επιθυμία οργανωμένου μαζικού ευνουχισμού μού προκαλεί. Κάτω τα χέρια από τη Θεσσαλονίκη ΜΟΥ, τη δικιά μου, μιας ξένης, επισκέπτριας Αθηναίας που από τότε που την πλησίασε, μόνο αφορμές για να κλωτσάει τα στερεότυπα τής προσφέρει.

Την κλισαδούρα της «ερωτικής πόλης» τη γέννησαν αμετροεπείς δημοσιογράφοι στη δεκαετία του 80, πλατσουρίζοντες περί τα φιλολογικά, που ερμήνευσαν τσάτρα πάτρα και από το ύψος της ημιμάθειάς τους την περιλάλητη τότε διένεξη του μακαρίτη Γιώργου Ιωάννου, του Ντίνου Χριστιανόπουλου και του καθηγητή Δημήτρη Μαρωνίτη. Έκτοτε αυτή η μπουρδολογία (που πόρρω απείχε από τις προθέσεις των τριών σημαντικών αυτών προσωπικοτήτων) γέμισε σεντόνια εφημερίδων και νότισε αναλόγως τα σεντόνια της υπαλληλίας που χτυπούσε γκόμενες και ήθελε να εκστομίσει και κάτι το ωραίον.

Γυρνάω τα νώτα μου, ποσώς με νοιάζει. Στη Θεσσαλονίκη πάω κάθε δεύτερη χρονιά και κάθε φορά, προτού ξεκινήσω ξαναδιαβάζω από «Το δικό μας Αίμα»*, στη σελίδα 183, το κεφάλαιο που φέρει τον βαρύ τίτλο «Με τα σημάδια της απάνω μου». Κάθε φορά, καινούργια φορά.

Με ξετρελαίνει γιατί είναι τόσο μελαγχολική και μαζί καθόλου κλαψιάρα.
Είναι βαλκανική πόλη, μοιάζει με ήχο από χάλκινα κρουστά και δεν έχει λυγμούς.

Με απελευθερώνει: Την έχω περπατήσει νύχτα ξυπόλητη με το ζεστό οδόστρωμα της Τσιμισκή στα πέλματά μου.

Μου σπάει τον κορσέ: μπροστά από την ακαδημαϊκότατη προθήκη του βιβλιοπωλείου των Πουρναρά, αναποδογύρισα τον κόσμο.

Μου ανοίγει τα μάτια: στο έξοχο Βυζαντινό, σ’ όλα τα μουσεία της που πάντα έχουν κάτι να δείξουν.

Μου χαρίζει το καλύτερο ξημέρωμα στην Αριστοτέλους, αν και δεν βρίσκεις με το χάραμα ανοιχτό καφενείο.

Με ξαφνιάζει με το ωραιότερο μπακάλικο της Ελλάδας, μια σπηλιά του Αλλαντίν, ανώτερη και από τον Φωσόν των Παρισίων. Ο Κοσμάς είναι το κέντρο της πρωινής μου βόλτας.

Με ενθουσιάζει το καλύτερο ψαράδικο εστιατόριο εν Ελλάδι (ναι, είμαι αφοριστική): «Μαύρη Θάλασσα» στην Τούμπα, ουδείς βέβηλος, ουδείς άσχετος, ουδείς επηρμένος.

Τις καλύτερες μαύρες μπύρες πέραν του Δουβλίνου.

Τα πιο νόστιμα σουτζουκάκια, στα πεταχτά.

Σουλάτσα γκρίζα, όπου επιτρέπονται όλα τα αγκαλιάσματα, μακρόσυρτα και παθιασμένα, διόλου αθηναϊκά.

Μπουγάτσα καλή, όμως, δεν έχω βρει πουθενά, ελεήστε την άσχετη.

*Και για να ανοίγουμε και κανά βιβλίο που να αξίζει τον κόπο, Το δικό μας αίμα, του Γιώργου Ιωάννου, κυκλοφορεί από τον Κέδρο, 1η έκδοση 1980.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News