Ορκίζομαι στο μικρό Βαθάκι που κολυμπούσα όλο το καλοκαίρι, στον βράχο του γιαλού που ξέκοψε από το κάστρο και έπεσε στον βυθό και έγινε σπάθα και ύφαλος, στις χαραμάδες, στο στήθος, στις τρύπες, στις ρωγμές, στις σπηλιές του, στον αστερία και τον αχινό που τον κατοικεί, στην καλόγνωμη, στη φούσκα και το σκουλήκι που τον έχουν κάνει σπίτι τους, στο χορταράκι που φύτρωσε στην αυλή του, στο σαλιγκάρι που βόσκει, στο πετρόψαρο, στο μύδι, το στρείδι, το χταπόδι που πάνω του, κάτω του έσκαψαν φωλιά και χώθηκαν, στην πεταλίδα τη βυζάχτρα, θα έρθω, θα έρθω να σε βρω. Στ’ ορκίζομαι. Σπίτι μου, γλώσσα, γάλα, στήθος και βυζί μου.
Εφτά φορές σε είδα στον ύπνο μου να τριγυρνάς έξω από το σπίτι μας το θεοσκότεινο, το βουλιαγμένο, να μπαίνεις στην αυλή, μηλιές και κυδωνιές και δάφνες και μυρσίνες, να σηκώνεις την πέτρα, να τραβάς τη γάζα απ’ την πληγή, να βρίσκεις το κλειδί, ν’ ανοίγεις πόρτες και παράθυρα, το σιδερένιο το μπαλκόνι, οι γλάστρες με τα κόκκινα γεράνια, οι άσπρες μαργαρίτες, η μπουκαμβίλια, τα κρίνα, τα χρυσάνθεμα, o βασιλικός, η μαντζουράνα, να ξεσκεπάζεις τους καθρέφτες, να συγυρίζεις, να στέκεσαι ώρες μπροστά απ’ τις φωτογραφίες, να τις κοιτάς και να μιλάς μαζί τους, να τρίβεις τα χέρια σου το ένα πάνω στ’ άλλο για να ζεσταθείς, να βρέχεις με τριανταφυλλόξιδο τα μάτια τα μελίγγια, να κουρντίζεις το σταματημένο μεγάλο ρολόι, ν’ ανοίγεις ντουλάπες, συρτάρια, τα δώδεκα λευκά πουκάμισα με το μονόγραμμα. Στο δάκρυ, στον άνεμο, στη λεύκα, στο σύρμα κρεμασμένα.
Φυσάει.
Τριγυρνάς στα χτήματα, στους ελαιώνες, μαζεύεις τον καρπό, τη λάμπα ανάβεις για να δω τα γράμματα, φέρνεις την τσάντα την ανοίγεις, το τετράδιο το μπλε με τα κόκκινα ξακρίσματα, που το έπιανες και τ’ άφηνες λες και ήτανε κέντημα, το μολυβάκι με τη γομολάστιχα, το δαγκωμένο, η ξύστρα, ο διαβήτης, το τρίγωνο, τα πρώτα λόγια, ο τρόπος σου, η γραφή σου. Το έψιλον στο όνομά σου. Το ρω βαλμένο μέσα στο νερό, το ήτα και το γιώτα στο ποτήρι να τα πιω. Το κάπα από τον κόρφο σου. Το χι στα χείλη και στο χάδι σου, το χέρι μου στη χούφτα σου, το φι, το φως, το φίδι, ο φόβος, το φιλί σου. Το μέτωπο, τα δόντια, τα μάτια τα υγρά, τα μαύρα σου μαλλιά, το κάρβουνο στο στόμα, το χαμόγελο, μαργαριτάρι, αλφαβητάρι, σώμα, δρόμος χωματένιος, γλώσσα, γλώσσα μου.
Λόγια και μέλι στρώνεις στο ψωμί, τραγούδια, ιστορίες, λέξεις, τα μέσα έξω φέρνεις, βάζεις στην τσέπη μου χρυσή τη συμβουλή, την τσάντα, τα βιβλία μου περνάς στον ώμο, την κατάρα δίνεις – με αυτά να βγάζεις το ψωμί, ποτέ να μη χορταίνεις.
Στ’ ορκίζομαι θα έρθω. Είναι Σεπτέμβριος κι αν βούλιαξε το σπίτι μας και έρχεται μόνο στα όνειρά μας, το σχολείο μας δεν έκλεισε ποτέ. Η τάξη μας στη θέση της, και η κατάρα ευχή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News