Βανδαλισμένες πινακίδες κυκλοφορίας στους ελληνικούς δρόμους, έβλεπα από παιδάκι. Αργότερα τις κατέγραφα αμέσως, αφού ως οδηγός, τις χρειαζόμουν, αλλά και επειδή, ως φαινόμενο, ήταν μάλλον σπάνιο. Ηξερα, ας πούμε, ότι ένα χαϊβάνι είχε κολλήσει το σήμα της ομάδας του στις στροφές στης Επιδαύρου. Θυμόμουν ότι το δρομάκι για τη θάλασσα, στην ευθεία έξω από το χωριό, ήταν αμέσως μετά τη «μουτζουρωμένη» πινακίδα εξόδου.
Στραπατσαρισμένα σήματα είχα δει και αλλού, σε διάφορα μέρη στον κόσμο. Η σποραδική καφρίλα είναι γιουνιβέρσαλ και ως τέτοια, κάνει διεθνή καριέρα.
Θυμάμαι όμως πότε άρχισε η επιδημία στη γειτονιά μου -ήταν στο τέλος του χειμώνα του 2009. Ξαφνικά, μία στις δύο πινακίδες στα Τουρκοβούνια ήταν ψεκασμένες με σπρέι ή με αυτοκόλλητα ή με διαφημιστικά «ΚΛΕΙΔΑΡΑΣ 9876543» ή με λογοτεχνία «ΣΤΕΛΙΟΣ=ΚΑΡΓΙΟΛΗΣ» ή με ωραιότατα πολιτικά συνθήματα «ΠΟΥΤΑΝΑ ΟΛΑ».
Γρήγορα κατάλαβα ότι το φαινόμενο είχε εξαπλωθεί, όχι μόνο στην πρωτεύουσα αλλά και σε όλη τη χώρα. Κόντευε να μου στρίψει. Μιλούσα γι’ αυτό παντού, όπου δούλευα, όπου έγραφα, φωτογράφιζα, συγκέντρωνα ντοκουμέντα, είχα γίνει η Ελένη Λουκά των πινακίδων. Στον κόσμο τον υπόλοιπο, στον πρώτο, στον δεύτερο και στον τρίτο, όπου για χρόνια ταξίδευα, τέτοιο πράγμα σε τέτοια έκταση δεν έχω ξαναδεί. Μιλάμε για καθολικό φαινόμενο αυτοκαταστροφικού κρετινισμού. Ποιος ο λόγος να στραφείς εναντίον του εαυτού σου, της μητέρας σου, του κολλητού σου; Κι αυτό δεν ήταν το χειρότερο…
Ενα βραδάκι, καλεσμένη σε σπίτι για μακαρονάδα -λυσσομανούσε η κρίση πλέον- πέτυχα ένα υψηλά ιστάμενο στέλεχος στην Περιφέρεια Αττικής. Καλοχτενισμένο, καλοντυμένο, καλοστεκούμενο, ευδιάθετο στέλεχος. Είχε μόλις ολοκληρώσει μια «σημαντική σύσκεψη αρμοδιοτήτων».
-Με τις πινακίδες τι θα κάνετε;
-Ποιές πινακίδες;
-Ολες. Oλη η Ελλάδα αλλά αν μιλάμε για αρμοδιότητες όλη η Αττική δεν έχει σήματα και πινακίδες κυκλοφορίας πια. Τα έχουν καταστρέψει.
-Σοβαρά; Πότε; Πού;
-Εδώ και χρόνια. Παντού. Δεν έχετε προσέξει τίποτα;;
-Οχι. Αφού το λες, θα έχω τον νου μου μήπως δω κάτι.
Σπανίως -ως ποτέ- μου έχει έρθει να χώσω μια μπάτσα στα μούτρα στελέχους, να μετράει δόντια μέσα στα μακαρόνια. Θυμάμαι ότι χαιρέτισα όπως-όπως, για να μην κάνω επεισόδιο σε ξένο σπίτι. Κι αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Δεν ήθελα άλλο να είμαι γραφική. «Εκπαίδευσα» τον εαυτό μου να μην βλέπει πια. Αυτό που πριν πέντε χρόνια μου φαινόταν φοβερό, τερατώδες, σύμπτωμα βαριάς κοινωνικής παθολογίας, έμαθα να το προσπερνώ. Δεν φωτογραφίζω πια, δεν γράφω, δεν ξεκινάω την ίδια συζήτηση παντού. Στα Τουρκοβούνια κυκλοφορώ από μνήμης, σε άλλες γειτονιές καταλαβαίνω την πορεία μου από τα συμφραζόμενα, όχι από τα σήματα. Προσαρμόστηκα. Συνήθισα.
Αλλα ούτε αυτό ήταν το χειρότερο. Συνέβη προχτές, σε μια κούρμπα εξόδου, σε μια περίεργη διχάλα λίγο πριν μπω στους Αγίους Αναργύρους. Το τόξο κατεύθυνσης μαυρισμένο τελείως. Με τη «μυρωδιά» πήγα αριστερά, δεν γνώριζα καθόλου την περιοχή. Κατάλαβα το λάθος μου όταν ήρθα μούρη με μούρη με ένα αμάξι. Στην τρίχα πάνω δεν τρακάραμε, ο άνθρωπος ήταν νόμιμος και πήγαινε με όλα τα επιτρεπτά γκάζια. Αποφύγαμε το χειρότερο. Γιατί το χειρότερο, φοβάμαι, δεν έχει έρθει ακόμα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News