Γιατί, ενώ ανοίγουν τούνελ, τρυπάνε βουνά, φτιάχνουν σήραγγες, καινούριους δρόμους κι εθνικές οδούς με λωρίδες ταχείας κυκλοφορίας, εμείς φτάνουμε πάντα ζαλισμένοι στην πρωτεύουσα;
Γιατί οι στροφές της Τσακώνας, του Αχλαδόκαμπου, του Κoλοσούρτη και της Κακιάς Σκάλας μας σφίγγουν στο λαιμό σαν τα φίδια του Λαοκόωντα;
Δεν θα ησυχάσουμε ποτέ; Ο Προκρούστης θα βγαίνει πάντα μπροστά μας με το σκουριασμένο σουμιέ και θα μας πετσοκόβει ανάλογα με το κέφι του;
Δεν θέλω να μου απαντήσεις. Αυτή τη φορά θέλω να τα πω. Αρκετά με τα αστεία σου που με χρεώνεις να λέω. Δεν θα γίνω ο παλιάτσος σου. Δεν θα βγάζω εγώ το φίδι από την τρύπα διαρκώς κι εσύ όλο: «Πετρόπουλε, σε παρακαλώ και σε παρακαλώ». Νομίζεις πως δεν έχω καταλάβει το παιχνίδι σου; Δεν θα αποφασίζεις εσύ συνέχεια τη διανομή. Αυτή τη φορά θα διαλέξω εγώ το ρόλο μου. Και το ξέρεις καλύτερα απ’ τον καθένα πως στις μέρες μας, μόνο ο κωμικός μπορεί να μιλήσει σοβαρά.
Τι πάει να πει η «πρώτη φορά»; Η πρώτη διαδρομή, η παρθενιά μου, η παρθενιά σου, το άγαλμα, ο ανδριάντας, η δάφνη, η μάχη;
Η δέκατη πέμπτη φορά; Δηλαδή η χθεσινή, η προχθεσινή, η αυριανή, τι είναι; Δεν έχει δικαιώματα; Η προ-προτελευταία; Λιγότερο σημαντική είναι αυτή; Δεν είναι της ζωής; Δεν έχει αναπνοή; Ποιος κάνει την πρώτη φορά δεύτερη; Εγώ την κάνω. Εγώ ο ίδιος. Ποιο χέρι, ποιος ιδρώτας; Αλλουνού ζωή είναι αυτή; Ποιος νομοθέτης νομοθέτησε οριστικά για την πρώτη φορά, εν ονόματί μου; Γιατί να μη σηκώνει κεφάλι η χιλιοστή εικοστή πέμπτη μου; Ποιος ζηλόφθων βάτραχος δεν αφήνει τη σαρανταποδαρούσα να χορέψει κατά το κέφι της; Γιατί η πρώτη φορά γίνεται φόνισσα και πνίγει και σκοτώνει τα παιδιά της; Γιατί τόσα δάκρυα, τόσα θούρια και τραγουδάκια για το χατίρι της ;
Κάτι δεν μ’ αρέσει εδώ. Κάτι δεν μ’ αρέσει καθόλου εδώ. Κάτι με απειλεί. Κάτι επιβουλεύεται την ίδια τη ζωή μου. Έχει βαλθεί η Κυρία πρώτη φορά να ξεριζώνει τα πάντα. Κρανίου τόπος.
Η ζωή δεν είναι μία φορά. Μία διαδρομή. Ένας άνθρωπος. Ένας τόπος. Δεν έχει μόνο μία καταγωγή. Εδώ η θάλασσα, όταν σε πνίγει, σου δίνει τρεις ευκαιρίες. Χειρότερη κι απ’ τη θάλασσα είναι η πρώτη φορά. Σε ρουφά.
Η Σκύλα και η Χάρυβδη: Πρώτος έρωτας, πρώτο κλάμα, πρώτη Κυριακή, πρώτη τάξη, πρώτη σελίδα, πρώτη φορά που σε είδα (ανάθεμα την ώρα!) Πρωτοχρονιά. Πρωταπριλιά, (τι ψέματα, Θεέ μου, τι απατεωνιές!), γενέθλια, κεράκια, ο πρωτότοκος, τα πρωτοτόκια, οι φακές, τα πινάκια, πρώτη δουλειά, πρώτη αγωνιστική, πρώτο τραγούδι, πρώτο σπίτι, πρώτη πατρίδα, πρώτο ταξίδι, πρώτο δόντι, πρώτος μισθός, πρώτο παιδί… Γιατί το τελευταίο δεν είναι παιδί; Το τρίτο, το τέταρτο;
Έχει βαλθεί, λοιπόν, η Κυρία πρώτη φορά και έχει υψώσει ένα τεράστιο τείχος -τι τείχος- το Σινικό δηλαδή. Έχει κόψει τάφρους απ’ έξω, έχει ρίξει κροκόδειλους μέσα και ουαί κι αλίμονο αν τολμήσει η δεύτερη φορά, η δεύτερη ευκαιρία, η χιλιοστή να πλησιάσει. Έχει πάρει το ναι για πάρτη της κι εκσφενδονίζει το όχι ζεματιστό σαν τις παλιές πολιορκητικές μηχανές στο κεφάλι του κάθε φοβισμένου κι ανυπεράσπιστου, που δεν σηκώνει το χέρι να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα, για δεύτερη φορά. Μόνο καρούμπαλα μετράει, μώλωπες.
Όχι, λοιπόν. Θα πάρω το αυτοκίνητο. Δεν θα μετρήσω τη φορά. Σημασία δεν έχει ότι ξεκινάω, σημασία έχει ότι φεύγω. Μαύρη πέτρα. Θα πάρω το λεωφορείο της γραμμής άνευ εισπράκτορος (τους είδαμε κι αυτούς τους «ρουφιάνους», ονόματα και στάσεις όλα τα ξέρανε, όλα τα δίνανε, όλους μας δώσανε τελικά ), τον καινούριο δρόμο, τη μεταλλική ευθεία γραμμή, τα καινούρια τραγούδια και θα ’ρθω.
Θα μπω στην πρωτεύουσα πολύ πιο νωρίς, πολύ πιο άνετα, πιο χαλαρά, με άδεια χέρια, χωρίς πεσκέσια, μαντίλια Καλαματιανά, παστέλια και εδώδιμα διακριτικά. Θα μπω λοιπόν, και θα σου έρθω καινούριος, αγνώριστος και τότε να δω τα κότσια σου, τις ερωτήσεις σου! Ποιος είμαι και από πού, ποιος είσαι και για πού, τότε θα το δούμε.
Καινούρια πράγματα. Χωρίς πρώτη φορά και τελευταία. Σαν τη ζωή. Συνέχεια. Αδιάκοπα. Ποτάμι μεγάλο.
Όχι Πάμισο. Όχι Μπλιούρη. Όχι Ρουφιά.
Βόλγα. Βόλγα, Μισισιπή, Γιανγκτσέ και Δούναβη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News