Άντεξα μόνο τις τρεις από τις έξι ώρες. Κι αυτές σκάρτες. Έφυγα θυμωμένη (νόμιζα), ανακουφισμένη (νόμιζα), ξιφουλκώντας. Ότι το παράκανε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ότι απέπνεε οίηση το «Μέσα», ότι αυτά τα χουν πει άλλοι από τη δεκαετία του 70. Είδα την γενική πρόβα για το κοινό πριν 2-3 μέρες μαζί με τη μικρή, δωδεκάχρονη κόρη μου και τη φίλη –στήριγμα της ζωής μου και της εναπομείνασας ευστροφίας μου. Έφυγα λοιπόν μ’ όλη τη βεβαιότητα ότι δεν θα άντεχα το εξάωρο, ότι αυτό που είδαμε εξαντλείτο σε ένα 45λεπτο, ότι δεν χρειαζόταν τόσο, ότι η επανάληψη ήταν αδιέξοδη.
Και τότε αν ίσχυε αυτή η εντύπωση, τότε γιατί από το βράδυ της ίδιας μέρας το «Μέσα» με είχε κατακλύσει; Γιατί το σκεφτόμουν συνεχώς, είχε αναστατώσει και κινήσει τόσο πολύ σκέψεις και συναισθήματα, αυτή η ανελέητη, η άψογα σχεδιασμένη, επαναλαμβανόμενη επανάληψη; Μετά από δυο μέρες τόλμησα να ρωτήσω τη 12χρονη, τόλμησα να ρωτήσω και τη φίλη μου. Και οι τρεις ήμασταν αγκιστρωμένες στο «Μέσα».
Μέσα σε ένα κινηματογραφικό σκηνικό, όπου το μόνο που αλλάζει είναι το φόντο της πόλης μέσα από ένα μπαλκόνι (κι αυτό τόσο απαλά ώστε να μη γίνεται αντιληπτή η μετάβαση) δεκάδες πρόσωπα, το ένα μετά το άλλο επαναλαμβάνουν τις ίδιες κινήσεις. Αυτές που κάνει ο καθείς εξ ημών μπαίνοντας σπίτι του, μόνος. Ξεκλειδώνει, ανάβει το φως, το θερμοσίφωνα, ουρεί, γδύνεται, πλένεται, τρώει, ξαπλώνει, βυθίζεται στην ανυπαρξία του ύπνου. Ξανά και πάλι. Τα πρόσωπα διασταυρώνονται, ανδρικά και γυναικεία στη χορογραφία της απόλυτης καθημερινότητας και στην επανάληψη (τέλεια, αψεγάδιαστη εκτελεσμένη) των φυσικών κινήσεων. Δεν συναντώνται πουθενά.
Είδαμε τον εαυτό μας απ’ έξω, τη ζωή μας ως θεατές της. Κι αυτό μας βάρυνε και μας τρόμαξε στην αβάσταχτη επανάληψή του αλλά και μας κατέκτησε. Σαν πεταλούδες στη λάμπα, ίσως.
(H εξάωρης διάρκειας παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου "ΜΕΣΑ", κάνει στα μέσα του μηνός πρεμιέρα στο Παλλάς της οδού Βουκουρεστίου)
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News