463
|

Η γοητεία της πωλήτριας

Θανάσης Σκόκος Θανάσης Σκόκος 22 Ιανουαρίου 2012, 07:16

Η γοητεία της πωλήτριας

Θανάσης Σκόκος Θανάσης Σκόκος 22 Ιανουαρίου 2012, 07:16

Μ’ αρέσουν οι πωλήτριες! Όχι, μην το πάτε εκεί. Μ’ αρέσουν ως υπάρξεις, ως δουλειά, ως ρόλος. Κρατάει από πολύ παλιά αυτό. Από τότε που η μάνα μου –παλιά εμπόρισσα στο Μοναστηράκι– με έστελνε να δουλεύω στις μαθητικές διακοπές –καλοκαίρια, Χριστούγεννα, Πάσχα– σε μαγαζιά της Ερμού «να δω πώς βγαίνει το ψωμί για να μη γίνω ρεμάλι».

Ήμουν ο «μικρός». Ιεραρχικά κατώτερος. Φέρε τούτο, κάνε τ’ άλλο. Το μισό μου ωράριο το πέρναγα σαν υπηρέτης τους. Θελήματα. Τυρόπιττες από του Λουμποτέση για το κολατσιό τους, χαρτοβάμβακο -τότε- για τις «δύσκολες» μέρες τους, κάνα πακέτο Καρέλια Φίλτρο.

Φορούσαν υποχρεωτικά τις «στολές» των μεγάλων μαγαζιών. Κάτι ομοιόμορφες ρόμπες με το logo του μαγαζιού. Όσες φορές μπούκαρα «κατά λάθος» στα αποδυτήρια που άλλαζαν, έτρωγα τις ψιλές μου μέσα σε έναν χαλασμό επιφωνημάτων. Σήμερα τα θυμάμαι σαν υπέροχα χάδια. Τα πρωινά πριν πάρει μπρος η δουλειά λέγανε τα δικά τους. Τα προσωπικά τους. Το χέρι στο λεωφορείο. Θα τη στεφάνωνε τελικά ο δικός της; Δύο χρόνια τραβιόντουσαν. Ο δικός μου μόλις παντρευτούμε θα με σταματήσει απ’ τη δουλειά. Θέλει τη γυναίκα στο σπίτι. Είδες το Αγάπη δίχως αύριο; Φοβερός ο Ξανθόπουλος. Έκλαιγα όλο το βράδυ. Δείχνανε η μία στην άλλη τα σημάδια της ορθοστασίας στα πόδια τους. Υπήρχε και μια μυστική διάλεκτος συνεννόησης. Οι δύσκολες πελάτισσες, π.χ. στο BAMBINO, ήταν τα «σιγμάρια». Τρέχα γύρευε την ετυμολογία. Ήταν επαγγελματίες τότε χωρίς καμιά αίσθηση προσωρινότητας. Πωλήτριες θα ήταν για πάντα, εκτός αν ο γάμος άλλαζε τα πράγματα.

«Κοίτα να μάθεις γράμματα, μην ξεγελαστείς με το εμποροϋπαλληλίκι».

Και τις άκουσα. Έτσι σήμερα είμαι από την έξω πλευρά του πάγκου. Μάλλον καταργήθηκαν τα χαρακώματα των πάγκων, οι στολές και η πρωινή συνέλευση των αποδυτηρίων. Ίσως και οι μυστικές διάλεκτοι. Έμεινε η ορθοστασία, κάποιο κολατσιό, τα μικρά κουτσομπολιά, οι άθλιες αποδοχές. Τα μεγάλα πολυκαταστήματα μοιάζουν με σουπερμάρκετ. Ψάχνεις μόνος σου, διαλέγεις, δοκιμάζεις, αποφασίζεις, το δίνεις, πληρώνεις, φεύγεις. Οι πωλήτριές τους είναι πολύχρωμες ,πιο κομψές απ’ τις παλιές, λιγότερο φανατικές με την έκβαση της πώλησης. Τα αγόρια –πωλητές είναι κι αυτά επηρεασμένα από τη «θηλυκή ατμόσφαιρα» της συναλλαγής.

«Μπορώ να βοηθήσω;» Ναι, θέλω να με βοηθήσει. «Ψάχνω για…» Θέλω να είμαι διακριτικός. Μη με περάσει για «σιγμάριο». Προσπαθώ να διπλώσω πάλι ό,τι δεν μου κάνει. «Άστε το, δεν πειράζει, θα το κάνω εγώ». Είμαι παλιός της δουλειάς, κοπέλα μου, πού να σου εξηγώ τώρα. Από μέσα μου, όχι φωναχτά. Άραγε ζηλεύει όταν πουλάει ρούχο πιο ακριβό απ’ τον μισθό της; Όχι. Ούτε της περνάει απ’ το μυαλό. Ευχαριστιέται που το πουλάει. Το ξέρω! Της αρέσει ο κόσμος, η επαφή, το νταραβέρι της πώλησης. Οι πωλήτριες εκτιμούν τους άντρες πελάτες. Είναι πιο ευγενικοί, πιο αποφασιστικοί, πιο εύκολοι. «Έχετε την καλοσύνη να δείτε μην έχει κάποιο ελάττωμα;» της λέω. «Ξέρετε, βαριέμαι τις αλλαγές». «Το κοίταξα, μόνο μια τρίχα απ’ τα μαλλιά μου» μου λέει γελώντας.

«Καρφιτσώστε την, σας παρακαλώ, μη χαθεί!»

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News