Κοιτάζοντας πίσω σου βλέπεις ότι άξιζε τελικά τον κόπο να υπομείνεις όλην αυτήν την αθλιότητα γι' αυτές τις λίγες, τις δυο-τρεις μικρές στιγμές που μπορούσαν να ανθίσουν εδώ και μόνον εδώ. Όσα κι αν ήταν τα εμπόδια, όσο κι αν έμπλεκαν στα πόδια σου προκαταλήψεις και ματαιώσεις.
Σπουδαία, ευλογημένη η άσκηση κι όσα στερήθηκες κερδίζοντας την κυρίαρχη τέχνη να αντέχεις τη δυσκολία και τον δρόμο.
Σε πότισε πίκρες, φαρμάκια, αλλά σου πρόσφερε και ήσυχες ώρες, ώρες μελέτης και περισυλλογής, ώρες της θέλησης και της υπομονής. Νησάκια μικρά στο αρχιπέλαγος.
Κράτησες το χαντάκι σου στα δόντια, το έσκαψες, το πέρασες απέναντι, το μεγάλωσες όσο μπόρεσες, απέφυγες τον κύλινδρο που περνάει και ισοπεδώνει.
Τι είχες να κάνεις εσύ με όλους αυτούς που περιφέρονται στα ιπποδρόμια, τα μαντεία και τα γήπεδα, εσύ στην Ισπανία σου, παρέα με τον γέροντα τον «εβδομήντα τριώ χρονώ» να γυμνάζεσαι, να γαλβανίζεσαι, να περιμένεις.
Δεν εξετάζεις, δεν κρίνεις, ούτε ζητάς, εργάζεσαι και δίνεις. Το ξέρω, σου πήρε χρόνια αυτή η προπόνηση, αυτό το βασάνισμα.
Τρέχει πάλι η μικρή μεταλλική βρύση και το πρωινό ανοίγει διάφανο στον ορίζοντα, χαμηλώνει, σε παίρνει στα δυο του χέρια, σου μαθαίνει από την αρχή τη γραφή, σου τραβάει τρυφερά το αυτί, σκάβει τα αρχικά πάνω στον βράχο.
Έχουν κατέβει ξανά τα σύννεφα στην κορυφή του όρους να προφυλάξουν τη συνάντηση, εκεί θα γίνει, εκεί πρέπει να γίνει, μακριά από το μάτι το πονηρό. Εκεί η σφαγή, εκεί η θυσία και η ανάληψη.
Έρχεται, φέρνει καινούργια τα παλιά, σου φοράει το άσπρο πουκάμισο του 1960. Κρατάει μαχαίρι.
Βρέχει την ίδια βροχή που σε έβρεχε στα χέρια της και σε βάφτιζε με το όνομά της.
Το ξέρεις είσαι παιδί της. Το γράφεις ξανά και ξανά, το χτυπάς στον βράχο που είσαι:
«Δεν έχω ανάγκη να ελπίζω για να επιχειρώ, ούτε να επιτυγχάνω για να επιμένω».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News