Η φωτιά σε παγώνει. Νεκρώνει όλο το μέσα σου. Περιφέρεσαι άδειος αισθήσεων. Η μυρουδιά της κολλάει στα ρουθούνια σου για καιρό. Η μυρουδιά της φωτιάς είναι χειρότερη και από την φωτιά την ίδια. Δεν φεύγει, ό,τι και να σκαρφιστείς για να τη διώξεις. Φτάνεις στον πάτο σου. Ενα συνεχές «Γιατί;», «Μα πώς;», βόμβος, και συ χαμένος.
Θυμάμαι, πάντα θα θυμάμαι τα χέρια που μας έπιασαν το χέρι. Είσαι ένα αντικείμενο ξαφνικά. Κάποιο χέρι σε πιάνει και σε πάει… Πώς βρίσκεται κάποιο χέρι; Ενα χέρι που το περίμενες γιατί είχατε μια ροή ζωής από ένα αλισβερίσι «δίνω, παίρνω, παίρνω, δίνω» αλλά και ένα σωρό άλλα χέρια που δεν είχες φανταστεί. Κάποιοι άγγελοι από το πουθενά.
Θυμάμαι, πάντα θα θυμάμαι εκείνο το «βιός» που μας ετοίμασε η Μπούκη. Θυμάμαι με συγκίνηση λυγμών μια σειρά από εσώρουχα, νυχτικά, φόρμα, ένα παλτό , ένα μπουφάν, οδοντόβουρτσες…
Θυμάμαι και σπάει η ψυχή μου για τη φροντίδα, το νοιάξιμο, τη «σειρά» της σκέψης της για εμάς. Μα πώς το κατάφερε και μέσα σε ελάχιστες ώρες μας είχε ετοιμάσει ένα «βιός»; Και ποτέ δεν αναφέρθηκε σε αυτό, λες και ήταν κάτι εύκολο, πανεύκολο. Κάτι που εξυπακούεται ως πράξη ανθρώπου προς άνθρωπο.
Στις στάχτες μιας φωτιάς ένα αγγελάκι. Στα μαύρα σκοτάδια για όλους, για όλους, όλους, πάντα κάπου σκάει ένα αγγελάκι. Τις μέρες τρέχεις σαν να είσαι και να μην είσαι εσύ. Τις νύχτες, μόλις κλείνουν τα φώτα σεργιανάς νοητά το σπίτι σου. Ανοίγεις την πόρτα με το κλειδί, το ακουμπάς εκεί που το ακουμπούσες, μπαίνεις στην κουζίνα, στα δωμάτια ένα ένα, σκέφτεσαι, κλαις, θυμάσαι, χαϊδεύεις ανθοδοχεία, καρέκλες, εκείνη τη συλλογή. Μοιρολογάς αντικείμενα που δεν τους το είχες και για μεγάλη σημασία. Ερχονται σαν ξαφνικά χαστούκια. «Αχ! Κι εκείνο! Κι εκείνο!», κόμποι που ανεβοκατεβαίνουν στο λαιμό.
Μην κάνετε το λάθος να τα πείτε «αντικείμενα». Μοιρολογάς την αφή της ζωής σου επάνω στα αντικείμενα. Εκείνο το συρτάρι με τα παιδικά παπουτσάκια των παιδιών μας… Κι ας μας έχουν πια χαρίσει εγγόνια. Εκείνα τα τετράδια με τα πρώτα γραμματάκια τους, οι παιδικές ζωγραφιές τους, οι φωτογραφίες, ιδίως εκείνη με τον πατέρα μου… Πόσο καμάρωνες ότι τα είχες διαφυλάξει!
Δυσθεώρητη υπολογίζεις κάθε απώλεια. Μα μέρα τη μέρα… Μέρα τη μέρα… Οπως ακριβώς ένα τόσο δα κυκλάμινο σε μαύρη ράχη… Ανθίζει ζωή, η ζωή. Ανθίζει αρχή. Αλλά παίρνει καιρό. Και πονάει η διαδρομή. Οπως έφτασες στον πάτο σου, φτάνεις και στο «τίποτα». Ντρέπεσαι και που το λες αλλά σου κλείνει το μάτι μια άγρια απελευθέρωση. Κάπως όπως η φράση εκείνη, στη τελευταία σκηνή της ελληνικής κινηματογραφικής ταινίας «Ολα είναι δρόμος», όταν ο πρωταγωνιστής ουρλιάζει «Ηλία ρίχτο! Ρίχτο Ηλία!». Την υγεία μας να έχουμε, το εννοείς, βαθιά το εννοείς. Μόνο που όποτε μυρίζεις φωτιά… Οποτε βλέπεις λυσσασμένες φλόγες… Οποτε βλέπεις ανθρώπους με το μάρμαρο βλέμμα… Γυρίζεις πίσω απότομα. Και…
Νιώθεις, βαθιά. Καταλαβαίνεις το κάθε τι. Συμπονάς βαθιά. Πονάς. Ολα βαθιά.
Υ.Γ Μακάρι να μην μετρήσουμε κανέναν ανθρώπινο θύμα σε αυτό το «εθιμοτυπικό» δράμα των πυρκαγιών, του έρμου καλοκαιριού μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News