1525
|

H εφαρμογή της φήμης στο Φεστιβάλ Βενετίας: ένας απολογισμός

H εφαρμογή της φήμης στο Φεστιβάλ Βενετίας: ένας απολογισμός

Η πτωτική πορεία ενός ηθοποιού του Χόλυγουντ που χρεοκοπεί συναισθηματικά ώσπου η 12χρονη κόρη του τον φέρνει σε επαφή με τη ζωή, είναι το θέμα της ταινίας Somewhere που απέσπασε το Χρυσό Λιοντάρι στο 67ο φεστιβάλ της Βενετίας. Η Σοφία Κόπολα που σκηνοθέτησε αυτή την μινιμαλιστική ωδή στην κενότητα, γνωρίζει πολλά για τη ρηχή ευγένεια του Λος Άντζελες, το μικρόκοσμο των καλλιτεχνών που αγνοεί τον αυτοσαρκασμό και τον στοχασμό, αλλά και τη νομαδική διαβίωση στα ξενοδοχεία, στα οποία πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής της ηλικίας ακολουθώντας τον διάσημο πατέρα της στις επαγγελματικές του μετακινήσεις. Ευχαριστώντας τον Φράνσις Φορντ στο νικητήριο λόγο της, η Σοφία Κόπολα δεν παραδέχτηκε απλώς πως έμαθε την τεχνική παρατηρώντας έναν μαέστρο, αλλά διδάχτηκε τις σιωπές και τη μοναξιά από το πίσω κάθισμα ενός γρήγορου αυτοκινήτου, όταν ο κόσμος της show business περνούσε σα βολίδα μπροστά από τα εκστατικά μάτια ενός ντροπαλού κοριτσιού.

Η ματιά της στη μοναξιά ενός ηθοποιού (του Στίβεν Ντορφ, που την ευγνωμονεί για την αναβίωση της καριέρας του με έναν, επιτέλους, ζουμερό ρόλο) είναι ανατριχιαστική όσο και εξεταστική στις λεπτομέρειες της. Στον αντίποδα της Κόπολα, η κόρη του Πίτερ Χολ, Ρεμπέκα, παρούσα στη Βενετία για την παγκόσμια πρεμιέρα του The Town, εξομολογήθηκε πως όταν ήταν 5 ετών, ο επίσης διάσημος σκηνοθέτης πατέρας της τη ρώτησε αν σκοπεύει να γίνει άμεσα παιδί-ηθοποιός ή σκέτη ηθοποιός στο μέλλον. Το δεύτερο, του απάντησε η μικρή Ρεμπέκα, και εκείνος τη συμβούλεψε να γλεντήσει την παιδική της ηλικία. «Ξέρω πως ακούγεται κλισέ αλλά μόνο η τέχνη με νοιάζει», συμπληρώνει τώρα, σίγουρη για την ψυχική της υγεία και αρνούμενη σταθερά να μιλήσει για τα προσωπικά της, ενώ τα βρετανικά tabloids μιλούν για ενεργό ρόλο στη διάλυση του γάμου του Σαμ Μέντες με την Κέιτ Γουίνσλετ. Η Χολ είναι ένα κλασσικό τέκνο αναγνωρισμένου πατέρα στην Αγγλία,μια χώρα που απεχθάνεται τις φιοριτούρες της επιτυχίας. Η ηθοποιός, όπως και οι συνάδελφοι της σε όλες τις θεατρικές σκηνές ανά τον κόσμο, δεν είχε αρκετά χρήματα για να πληρώσει ένα υπερατλαντικό εισιτήριο. Για να πάει στην Αμερική και να δοκιμαστεί για το ρόλο της στο The Town, η ατζέντισα της κάλυψε τα έξοδα και αφού πήρε το ρόλο, η Ρεμπέκα ανταπέδωσε την «εγγύηση». Μπροστά στην επερχόμενη φήμη της, κρατάει το χαμηλό προφίλ που της παρείχε η σκληρή της εκπαίδευση.

Αν και λακωνική και χαμηλόφωνη, η Κόπολα δεν απαρνείται το φυσικό της περιβάλλον: ο Μαρκ Τζέικομπς είναι φίλος της, η Louis Vuitton τη ντύνει και την πληρώνει για να είναι πρέσβειρα του οίκου, ο τραγουδιστής του συγκροτήματος των Phoenix είναι σύζυγος και πατέρας των παιδιών της, ο σκηνοθέτης Σπάικ Τζονς ήταν ο μεγάλος δεσμός του παρελθόντος και ο Ταραντίνο συγκαταλέγεται στους πρώην εραστές της. Τελικά ο Κουέντιν είναι αισθηματίας, όσο κι αν δεν του φαίνεται, γι΄αυτό και απρόβλεπτος όταν έρχεται η στιγμή να αποφασίσει για βραβεία. Ο εκλέκτορας του φεστιβάλ είχε προσαρμόσει το πρόγραμμα με κάποιες επιλογές που ήταν κομμένες και ραμμένες για να αρέσουν στον δημιουργό του Pulp Fiction και του Άδωξοι Μπάσταρδη: Ο Τσούι Χαρκ και ο Τακάσι Μίικε, διαγωνιζόμενοι με ένα περιπετειώδες παραμύθι και ένα στιβαρό samurai movie, ήταν λογικά φαβορί αλλά έφυγαν με άδεια χέρια. Ο Μόντε Χέλμαν, παλιός καλτ σκηνοθέτης που αρέσει τρελά στον Ταραντίνο, παρηγορήθηκε με ένα βραβείο για το συνολικό του έργο.

Αντ’ αυτών, ένα από τα αμφιλεγόμενα πρόσωπα, όχι μόνο του φεστιβάλ, αλλά του παγκόσμιου καλλιτεχνικού κυκλώματος, ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Βίνσεντ Γκάλο, τιμήθηκε για την ερμηνεία του (και όχι, ευτυχώς για τη σκηνοθεσία του στο εξοργιστικά ομφαλοσκοπικό Υποσχέσεις Γραμμένες στο Νερό) στο αγχωτικό δράμα του Γιέρζι Σκολιμόφσκι Essential Killing. Υποδύεται έναν κυνηγημένο άνδρα, πιθανώς Αφγανό τρομοκράτη, που δεν μιλά αλλά τρέχει για να ξεφύγει από τον αμερικανικό στρατό, και σκοτώνει για να επιβιώσει, στα δάση της Πολωνίας. Ο Γκάλο είχε αντιμετωπίσει την οργή των κριτικών όταν είχε παρουσιάσει σε παλιότερο φεστιβάλ Καννών την ταινία του Brown Bunny. Η αντιπαράθεση του ήταν σφοδρή, οι λεκτικοί διαξιφισμοί του έδωσαν τη φήμη του εξαιρετικά κακού παιδιού και αποφάσισε πως δεν θα ξαναμιλήσει ποτέ για το έργο του. Στη Βενετία ήρθε (τον βλέπαμε να πίνει ποτό με διαφορετική, και πάντα ξανθιά, συνοδό σε μια ταπεινή καντίνα στην συνονόματη του οδό Σάντρο Γκάλο, πίσω από τα φώτα και τους προβολείς των μεγάλων αιθουσών) και αρνήθηκε να λάβει μέρος στη συνέντευξη Τύπου, να δώσει πληροφορίες για το φιλμ του στο καθιερωμένο γραπτό πρόγραμμα των ταινιών του φεστιβάλ, ή να συναντήσει οποιονδήποτε επίσημο του παλιότερου θεσμού στην ιστορία των φεστιβάλ, που μάλιστα πλήρωσε κανονικά τα έξοδα μετάβασης του στη Βενετία.

Παρόμοια περίπτωση, αλλά με πιο αμφιλεγόμενα και μπερδεμένα κίνητρα, ήταν και ο Χοακίν Φίνιξ, ο οποίος συμμετείχε στο ιδιότυπο ντοκιμαντέρ του Κέισι Άφλεκ, αδελφού του Μπεν, με τίτλο I’m Still Here. Θυμάμαι τον Φίνιξ στις Κάννες πριν από μερικά χρόνια, να κάνει τη δουλειά του με αξιοπρέπεια και επαγγελματισμό, παραχωρώντας σε μένα και άλλους δημοσιογράφους, συνέντευξη για το Two Lovers του Τζέιμς Γκρέι. Φεύγοντας από το φεστιβάλ, πήρε την αιφνιδιαστική απόφαση να εγκαταλείψει την ηθοποιία, προφανώς για να ασχοληθεί με κάτι δημιουργικότερο. Άφησε μούσι, πάχυνε, αφέθηκε χωρίς τύψεις και ακολούθησε ευπειθώς αλλά απρόθυμα το circuit των υπόλοιπων συνεντεύξεων του στην Αμερική, γεμίζοντας πρωτοσέλιδα και τηλεοπτικές εκπομπές με την παθητική του στάση στις ερωτήσεις που του απεύθυναν οι δημοσιογράφοι. Αποκορύφωμα ήταν η ατάκα του Ντέιβιντ Λέτερμαν: «Χοακίν σε ευχαριστώ και λυπάμαι που ήσουν απών απόψε!». Η κάμερα του γαμπρού του, Κέισι Άφλεκ, τον παρακολουθεί στενά σε ένα κατρακύλισμα στα ναρκωτικά και την παράνοια, στην απόπειρα του να πείσει πως μπορεί να γίνει ένας υπολογίσιμος τραγουδιστής της ραπ μουσικής, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να φάει πόρτα από τον Sean “Puff Daddy” Combs. Αναρωτιέμαι ωστόσο για τα πραγματικά κίνητρα της έκθεσης του μπροστά στην κάμερα ενός κολλητού του: είναι καπρίτσιου ενός κακομαθημένου μέλους της ευρύτερης κοινότητας του Χόλυγουντ, μια σπασμένη και σπαστική συμπεριφορά ενός παιδιού που μεγάλωσε από χίπιδες γονείς που έσπρωξαν τα παιδιά τους στο θέαμα με ευτυχή και ολέθρια αποτελέσματα (ο αδελφός του, Ρίβερ Φίνιξ πέθανε πρόωρα από υπερβολική δόση), ή απλώς το ντελίριο ενός ντοπαρισμένου που δεν έχει συναίσθηση και ευθύνη; Το κοινό είναι πλέον πονηρό και υποψιασμένο. Φάρσα ή αλήθεια, γεγονός είναι πως ο Χοακίν Φίνιξ έφτασε όπως ο Γκάλο στη Βενετία, αλλά προτίμησε να τιμήσει το όραμα της ταινίας του με απουσία από τις επίσημες εκδηλώσεις.

Η καλύτερη ίσως ταινία του φεστιβάλ είναι η Μαύρη Αφροδίτη και ανήκει σε ένα μεγάλο νέο σκηνοθέτη, τον Αμπντελατίφ Κεσίς. Περιγράφει τη ντροπιαστική περιφορά στα σαλόνια και τα φτηνά καμπαρέ του Λονδίνου και του Παρισιού των αρχών του 20ου αιώνα της Σάρα Μπάαρτμαν, μιας Νοτιοαφρικανής από την φυλή των Κόικοϊ, μιας γυναίκας που το μόνο που ήθελε ήταν να γίνει καλλιτέχνης και αντ’ αυτού έγινε θέαμα για τα ξεχωριστά σωματικά της προσόντα και πέθανε άδοξα και μίζερα. Μια πραγματική ιστορία που φέρνει το θεατή αντιμέτωπο με την ψυχολογία του ηδονοβλεψία και του όχλου, καθώς ο Κεσίς γυρίζει τον καθρέφτη από τον performer στον watcher, κάνοντας παράλληλα ένα αιχμηρό σχόλιο στην εκμετάλλευση της ανθρώπινης ανάγκης για προσοχή. Ένα φιλμ-εγχειρίδιο για την έννοια του spectatorship. Κάποιος έχει πει πως η φήμη είναι η διαστροφή της εγγενούς επιθυμίας μας για αναγνώριση και αγάπη. Και το φιλμ Άτεμπεργκ της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, συμμετοχή της Ελλάδας στο επίσημο διαγωνιστικό του φεστιβάλ, βαδίζει τον αντίποδα του θεάματος και της αναγνώρισης, με πρωταγωνίστρια μια πραγματικά μοναχική νέα κοπέλα, που μεγαλώνει παρακολουθώντας τα ντοκιμαντέρ του Ρίτσαρντ Ατέμπορο στο βίντεο- εξού και η παράφραση του ονόματος του στον τίτλο. Η μητέρα είναι απούσα, ο ετοιμοθάνατος πατέρας δεν κατάφερε να της δώσει κάτι ουσιαστικό και η Μαρίνα βιώνει την απώλεια με θάρρος και υπέρβαση: αν και το ανθρώπινο είδος την απωθεί, μαθαίνει να μπουσουλάει συναισθηματικά, πετάει το κουκούλι και μοιράζεται την καταπιεσμένη καρδιά της.

Η Αριάν Λαμπέντ, στο ντεμπούτο της στο σινεμά, συγχρονίζει θαυμαστά τις κινήσεις της και ελέγχει τις εκφράσεις της σε έναν περίπλοκο και δύσκολο ρόλο. Ο Κουέντιν Ταραντίνο χειροκρότησε ενθουσιασμένος την ταινία στην επίσημη προβολή της και έδωσε στην Αριάν το πρώτο βραβείο γυναικείας ερμηνείας, αφήνοντας τη Νάταλι Πόρτμαν η οποία ερμήνευσε εντυπωσιακά μια πρίμα μπαλαρίνα στα πρόθυρα της δοξασμένης αναγνώρισης, αλλά και της σωματικής και ψυχικής κατάρρευσης, με αυτοκαταστροφική εμμονή στην τελειότητα, στο Μαύρο Κύκνο, αλλά και τις λοιπές πρωταγωνίστριες, στην αίθουσα αναμονής. Είναι ψυχούλα ο Κουέντιν, με τον τρόπο του, αλλά οι Ιταλοί είχαν διαφορετική άποψη για τις απρόσμενες επιλογές του σκηνοθέτη, που μάλιστα θεωρούν και δικό τους, λόγω μακρινής καταγωγής.

Εκπρόσωποι της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι οργίστηκαν δημοσίως διότι δεν είδαν καμία από τις ιταλικές συμμετοχές να παίρνει έστω και ένα μικρό βραβείο, παρόλο που το La Passione βρέθηκε ψηλά στις άτυπες βαθμολογίες των κριτικών. Δεν είναι δυνατόν, υποστήριξαν, σε ένα φεστιβάλ που βασικά χρηματοδοτείται με λεφτά του κράτους, να μην υπάρχει πρακτική ανταπόδοση. Για αυτόν τον λόγο, αποφάσισαν από του χρόνου να δράσουν, τοποθετώντας ελεγκτή στην επιτροπή, για να εκμηδενίσουν ανεπιθύμητα φαινόμενα αχαριστίας. Φανταστείτε: το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κόστιζε, μέχρι πέρυσι, περίπου 8 εκατομμύρια, εντελώς κρατικά, ευρώ και κανείς δεν διανοήθηκε να κοντρολάρει τα όποια βραβεία. Το αντίστοιχο της Βενετίας μετά βίας υπερβαίνει τα 12 και οι Μπερλουσκονικοί θέλουν να βάλουν χέρι, αναγνωρίζοντας σαφώς πως το σινεμά είναι ένα όπλο και η φήμη δεν είναι απλώς ένα καπρίτσιο στα χέρια των διασήμων, αλλά μια μορφή προπαγάνδας, που ουδόλως σνόμπαραν οι φασίστες προκάτοχοι τους.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News