Κι είπε ο Αλέξης «Δεν το ξέρει ο Πάνος αυτό που θα πω….» κι εκεί επάνω έγειρε το κεφάλι γλυκά ο Πάνος σαν από ντροπή. «Αλλά τότε, Νεοδημοκράτης ο Πάνος, Αριστερός εγώ… Τον είχα για μπούλη». Και με μιας κοκκίνισε ο Πάνος σαν λάμπα Χριστουγέννων και φάνηκε να λέει: «Μα, τι είναι αυτά που λες, βρε Αλέξη; Με κάνεις να ντρέπομαι, μπροστά σε τόσο κόσμο». Και αυτόματα, μέσα περισσότερο από ματιές και λιγότερο από λέξεις, εξελίχθηκε ένας μυστικός διάλογος όπως των ζευγαριών. Και ήταν σαν να του είπε ο μάγκας Αλέξης: «Και γιατί δηλαδή να μην το πω; Από ποιον έχουμε να κρυφτούμε; Θα το πω και θα το φωνάξω! Είμαι τυχερός που μπήκες στη ζωή μου. Γιατί κατά βάθος ήσουν λαϊκός άνθρωπος!».
Και ‘κει άρχισαν οι πενιές και βγήκε ο Ζαμπέτας και είπε ένα τραγούδι και ράγισε κι η πίστα από τον χορό, το συρτάκι. Αυτά είναι ρομάντζα! «Αυτός» που δεν θα σε βάλει να ξυρίσεις μέχρι μουστάκι, «Αυτός» που δεν θα σε μάθει μέχρι να γράφεις με το δεξί!» αλλά «Θα σε κάνει Ανθρωπο βρε! Θα σε βάλει στον σωστό τον δρόμο. Της υψηλής κοινωνίας. Γιατί ακόμα και οι πλούσιοι, τι νομίζεις; Απλοί, λαϊκοί άνθρωποι είναι σαν και μας». Πόσο ρετρό ζούμε το παρόν! Πόσο παλαιο-αιωνήτες είμαστε;
Κι είχα επιθυμήσει ένα ρομάντζο! Χρόνια είχε να μας χαρίσει ένα μεγάλο ο Θεός. Από την ώρα που βγήκε ο Ανδρέας από το αεροπλάνο και ένευσε στην χαμηλοβλεπούσα να βγει. Και κείνη είχε κοκκινίσει «Αχ, βρε Ανδρέα, τι μου κάνεις; Και ντρέπομαι τόσο!» και βγήκε κι έτρεχαν τα χέρια της μικρο-ιστορίας –της μόνης σοβαρής ιστορίας κατά τη γνώμη μου– να καταγράφει επεισόδιά. Και ζήσαμε και τι δεν ζήσαμε! Και όπως γίνεται συνήθως, μας τα έδωσε τόσο πολλά, με τη μία, ο Θεός! Που μετά από τόσο μέλι, πέσαμε στα ξερά.
Ηρθε η Δάφνη με τον Σημίτη με μια εσωστρεφή ουσιαστική σχέση, να εγκαινιάσει τις μουγκές πρώτες κυρίες, μετά ήρθε ο Κώστας ο μουγκός με τη Νατάσα τη μουγκή και το τιραντάκι της… Ολο τιραντάκια φορούσε η Νατάσσα κι ασύμμετρα στριφώματα, να ξεσηκώσει γενικώς και ουδόλως ειδικώς…
Ηρθε ο Γιώργος ο γυμνασμένος με τη μουγκή θλιμμένη Αντα, που είχε το βλέμμα της Σοράγιας γιατί κρυφός καημός την έτρωγε τα σπλάχνα. Ηρθε ο αψηλός Αντώνης με τη μουγκή Αγία Γεωργία… Μια χαρά ζευγάρια, που όμως δεν μας δυναμιτίζανε φαντασίωση…
Αλλά, δες τι μας επιφύλασσε η μοίρα; Η αλήτισσα και ο μπούλης! Τα αντίθετα όταν έλκονται… «Δεν το ξέρει ο Πάνος αυτό που θα πω αλλά τον νόμιζα μπούλη ενώ εγώ ήμουν Αριστερός…». Τον ακούς και σκέφτεσαι… Τι ωραία περνάμε στας εξοχάς, της έρμης πολιτικής μας σκηνής! Τα παιδάκια της «Αριστεράς», που νομίζανε εκ του ασφαλούς και εκ του μη αναμετρήματος με κανένα βάσανο αληθινής ζωής, ότι είναι μαγκάκια! Και υπόγεια ηδονικά παρακολουθούσαν, τα παιδάκια της Δεξιάς, για να έχουν να αναμετρούν, την τζούφια τους μαγκιά ως «μαγκιά»… Α ρε Πάνο! Σε παραδέχομαι.
Και δω μπαίνει Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα να κάνει πηδηματάκια εν στάση. Ο Χιώτης που έβαλε το μπουζούκι στα σαλόνια. Τι ρετρό ζούμε! Πόσο θλιβερά παλαιο-αιωνήτες είμαστε;
YΓ. Αλίμονο στον άνθρωπο που σέρνει τις ελληνικές ταινίες του 1970 στο 2016 του. Γιατί έστω και μια σταγόνα «σήμερα» μπορεί να γκρεμίσει τον εαυτό του από το ηρώο του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News