595
|

Γιώργος Τζιώτζιος (1954-2010)

Γιώργος Τζιώτζιος (1954-2010)

Απέναντι σε μια σημαντική απώλεια, συνειδητοποιούμε το μέγεθος του εγωισμού μας. Ένας άνθρωπος πεθαίνει κι εμείς σκεφτόμαστε με το εγώ μπροστά: γιατί να μας τύχει τέτοιο κακό, τι θα απογίνουμε εμείς, πόσο μας λείπει, τι ζήσαμε μαζί τόσα χρόνια. Δεν θα παραβώ αυτόν τον κανόνα.

Σκεφτόμουν τον Γιώργο Τζιώτζιο ακριβώς μια εβδομάδα πριν φύγει από τη ζωή. Ετοίμαζα την έκδοση που συνοδεύει την έκθεση για τα βινύλιά μου από τη μουσική του ελληνικού σινεμά, που έστησε το Μουσείο Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη. Καθώς έκανα τις τελευταίες διορθώσεις στα κείμενα, αναρωτιόμουν αν όφειλα να χρησιμοποιήσω παραπομπές, όπως κάνουν στα «σωστά» βιβλία. Θυμήθηκα λοιπόν ότι τα πρώτα μου άρθρα τα είχα στείλει, φαντάρος ακόμη, στο περιοδικό Σινεμά, που άνοιγε τότε, πριν από 21 χρόνια.

Ο Γιώργος Τζιώτζιος, κριτικός που είχε ξεκινήσει από την Οθόνη, πέρασε στη διανομή και αποφάσισε να λανσάρει ένα σοβαρό και προσβάσιμο περιοδικό για τον κινηματογράφο, ήταν ο διευθυντής με τον οποίο μίλησα γεμάτος τρακ και ανασφάλεια. Αφού διάβασε αυτά τα ακαδημαϊκά που του έστειλα, μου μίλησε στο τηλέφωνο και γελώντας μου είπε: Ωραία, μάθαμε λοιπόν ότι έχεις βγάλει το πανεπιστήμιο, και μπράβο σου, αλλά καιρός είναι να γράψεις σαν δημοσιογράφος.
Μα, του αντιγυρίζω, δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσω άλλες πηγές και να μην τις αναφέρω όπως πρέπει. Ξαναγέλασε και μου είπε να μη με νοιάζει- «οι πηγές δεν θα διαβάσουν τι λες και ο κόσμος δεν δίνει σημασία σε αυτές, αρκεί το αποτέλεσμα να είναι καλό». Στο βιβλιαράκι της έκθεσης, φυσικά δεν χρησιμοποίησα γραμμές και αριθμούς, αφήνοντας το λόγο να ρέει, όπως μου είχε μάθει ο Τζοτζός, όπως τον αποκαλούσαμε.

Είναι επίσης ειρωνικό το ότι πληροφορήθηκα, από τον φίλο του και συνεργάτη του κάποτε, Βασίλη Κεχαγιά, τα κακά μαντάτα στη Θεσσαλονίκη, την πόλη του, το Σάββατο που μας πέρασε. Ο Γιώργος ήταν μια εκρηκτική ανωμαλία για την πόλη, μιας και τα Ολυμπιακά του αισθήματα του είχαν στοιχίσει ως και ξύλο σε αγώνες εκτός έδρας. Τα πρώτα του κομμάτια τα υπέγραφε με το ψευδώνυμο Χόρχε Μπάριος- οι Γαύροι γνωρίζουν, όπως και το inside σύνθημα, Τζοτζέ Τζοτζέ, που είναι ο Μπάρλος. Πάντα εκτός κυρίου ρεύματος, είχε αναδείξει το ανεξάρτητο σινεμά διανέμοντας από την Προοπτική ταινίες που στα χέρια άλλων θα είχαν πεταχτεί στα συρτάρια, ή θα τις βλέπαμε χρόνια αργότερα. Αυτός έφερε τον Τζάρμους και τον Καουρισμάκι, τον τράβαγαν οι offbeat αντάρτες, οι μάγκες με το μισό χαμόγελο.

Ήταν περήφανος για τα πάθη και τα χούγια του, ένας ριψοκίνδυνος επαγγελματίας που αγαπούσε πολύ ό,τι αγαπούσε και σιχαινόταν αυθεντικά όποιον και ότι δεν του άρεσε. Χωρίς φωνή, μου τηλεφώνησε 10 μέρες πριν, για να μου υπενθυμίσει πως ψηφίζει τον Κυνόδοντα ως επίσημη υποβολή της Ελλάδας στα Όσκαρ. «Κοίτα μην και δεν μετρήσουν την ψήφο μου», μου ψιθύρισε, και τον διαβεβαίωσα πως όλα θα πάνε καλά. Και πήγαν, αφού η επιθυμία του βρήκε ομόφωνη ανταπόκριση. Διανομέας στη Nutopia, δεν πρόλαβε να χαρεί τον θρίαμβο του Σαββατοκύριακου στις αθηναϊκές αίθουσες, το «Είμαι ο Έρωτας», που έσκισε κι έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία της εταιρείας.

Αγκάλιασε νέα και διαφορετικά παιδιά όσο έτρεχε το Σινεμά, και χωρίς να το σχεδιάσει, έβγαλε μια νέα φουρνιά κριτικής, που νομίζω δεν έχει ξεπεραστεί ως σήμερα στο επίπεδο της ελευθερίας της αντιμετώπισης των ταινιών. Από την πολλή αγάπη τους, τα γραφεία διανομής μας αποκαλούσαν Μυγάκια (ξέρετε που συχνάζουν οι μύγες). Εμείς προτιμούσαμε να αυτοαποκαλούμαστε Τζοτζάκια. Ένα από εκείνα τα παλιά Τζοτζάκια σε αποχαιρετά.

Θα μου λείψουν οι πρώτες βραδιές στο εύθυμο Zanzibar και το αγαπημένο του La Piazza στις Κάννες, οι συζητήσεις γύρω από το σινεμά που τόσο διέφεραν από σεμινάρια ινστρούχτορα προς κατωτέρους, το γέλιο του, το πνεύμα και η ματιά του.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News