Την Δευτέρα το βράδυ καλεσμένος της Έλλης Στάη στην ΝΕΤ – μαζί με άλλους- ήταν ο πρώην Υπουργός Απασχόλησης στην κυβέρνηση Σημίτη Τάσος Γιαννίτσης. Για πρώτη φορά είδα τον πάντα ήρεμο και από τα μέσα του ευγενή Γιαννίτση να βγαίνει από τα ρούχα του, να εκδηλώνει τον θυμό του και να διακόπτει- πράγμα πρωτοφανές για όσους τον γνωρίζουν- ένα συνομιλητή του με την φράση: « Και εγώ δεν μπορώ να ακούω τέτοια πράγματα. Μου λέτε ότι τρομοκρατώ τον κόσμο. Τα ίδια μου λέγατε και το 2001 και να που φτάσαμε».
Είχε μαζί του σχεδιαγράμματα και αριθμούς και κυρίως κουβάλαγε την γνώση που τόσο λείπει από τους μαθητευόμενους μάγους που διοικούν σήμερα η θέλουν να μας κυβερνήσουν αύριο. Αφού απέδειξε στον Γιώργο Δελαστικ ότι διαβάζει κατά 50 δις λάθος τα νούμερα του ΔΝΤ, ότι το κούρεμα του χρέους σε ποσοστό πάνω από το προβλεπόμενο στην συμφωνία της 21ης Ιουλίου δεν είναι ο ασφαλής προθάλαμος σε ένα μελλοντικό παράδεισο, πέταξε τα χαρτιά του και το κουστούμι του τεχνοκράτη και μίλησε σαν πολιτικός: « Η κοινωνία θα δείξει αντοχή αν δει φως στην άκρη, δεν θα δείξει αντοχή αν συνεχίσουν να την τρελαίνουν από όλες τις πλευρές. Σύστημα, σχέδιο και υλοποίηση του θα ανασυγκροτήσουν σταδιακά την εμπιστοσύνη και την ελπίδα στον λαό μας.» Και επαναλάμβανε την φράση με την οποία έκλεισε η εκπομπή: «Αν καθίσουμε ακίνητοι θα βουλιάξουμε. Να κάνουμε κάτι τώρα, αντί να συζητάμε συνεχώς τι έγινε και ποιος έφταιξε». Και σε αυτή την γραμμή έμεινε αταλάντευτος παρά τις αλλεπάλληλες προκλήσεις που δέχθηκε στην διάρκεια της συζήτησης. Μόνο την στιγμή που θύμωσε μίλησε για το 2001 και σαν να το μετάνιωσε δεν επανήλθε.
Γιατί οι συνομιλητές του, σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας, δεν απέφυγαν την εύκολη και βολική καταδίκη εν γένει του πολιτικού συστήματος, καταδίκη που μας οδηγεί τελικά να κυνηγάμε την ουρά μας. Ο Δελαστίκ μόνο, ξεκινώντας από την ορθή παρατήρηση ότι με 500 ευρώ δεν μπορεί να ζήσει μια οικογένεια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να πάμε σε εκλογές, λες και το αποτέλεσμα των εκλογών θα θρέψει στόματα. Ο Σταύρος Λυγερός δεν ήταν τόσο αισιόδοξος, δεν έβλεπε φως πουθενά και καταγγέλλοντας «το κλεπτοκρατικό πολιτικό σύστημα» κατέληξε καταθέτοντας την απόλυτη απαισιοδοξία του. Ο Λουκάς Τσούκαλης του ΕΛΙΑΜΕΠ αφού έκανε εύστοχες παρατηρήσεις για τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, του πολιτικού συστήματος και την αδιέξοδη γραμμή έντασης που καλλιεργεί η παραδοσιακή αριστερά, κατάληξε συγκρατημένα απαισιόδοξος από τις δυνατότητες του πολιτικού συστήματος και από άλλη αφετηρία εξ’ ίσου απογοητευμένος με τον Λυγερό. Ο Πρόεδρος του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου ζήτησε περισσότερους τεχνοκράτες στις κυβερνήσεις λες και οι τεχνοκράτες η οι κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες του ιδιωτικού τομέα κατέχουν την συνταγή ανάκαμψης και περιμένουν απλώς την είσοδο τους στην κυβέρνηση για να μας αποκαλύψουν το επτασφράγιστο μυστικό. Και έμεινε ο Γιαννίτσης, ο λιγότερο τυπικός εκπρόσωπος του παραπαίοντος πολιτικού συστήματος. Θα μπορούσε θαυμάσια να συνταχθεί με τους συνομιλητές του και να πετροβολήσει και αυτός εκ των υστέρων, αφορολόγητα και εκ του ασφαλούς το σύστημα. Πανεπιστημιακός και συγγραφέας, εξωκοινοβουλευτικός Υπουργός, χωρίς εκλογική πελατεία και εκλογικές δουλείες, χωρίς να έχει ακουστεί το παραμικρό εναντίον του κατά την άσκηση των καθηκόντων του, φτιαγμένος και αυτός από υλικά ποιότητας και αντοχής, υλικά τύπου Θέμελη. Θα μπορούσε να πετάξει στο πρόσωπο κάποιων συνομιλητών του την πράξη εκείνη που τον έφερε σε σύγκρουση με όλες τις πανίσχυρες παθογένειες του πολιτικού συστήματος, με τα τρία τέταρτα του ΠΑΣΟΚ, με όλα τα άλλα κόμματα, με συντεχνιακά συμφέροντα, με το σύνολο σχεδόν των δημοσιογράφων που καθοδηγούσαν μια εύπλαστη κοινή γνώμη ,προφανώς και με τους δυο δημοσιογράφους συνομιλητές του.
Αναφέρομαι βέβαια στην απόπειρα ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του 2001. Θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον να μας θυμίσουν ο Δελαστίκ και ο Λυγερός τι έγραφαν τότε για την μεταρρύθμιση Γιαννίτση και αν έχουν σήμερα την ίδια γνώμη. Επειδή όχι μόνο δεν έχω ακούσει την αυτοκριτική τους αλλά ο Λυγερός είχε την αποκοτιά να πει του Γιαννίτση ότι «και εσύ, όμως, Τάσο υπηρέτησες αυτό το σύστημα ως Υπουργός» μπορούσε μια χαρά να του υπενθυμίσει το γεγονός και τις ευθύνες όσων με παρόμοιο ύφος κήνσορα άλλα μας έλεγαν πριν δέκα χρόνια. Δεν το έπραξε. Το ίδιο έκανε και δεν ξέφυγε από σιωπή του όταν η Έλλη Στάη σε μια προφανή προσπάθεια να τον βοηθήσει να οδηγήσει την συζήτηση σε αυτό ακριβώς το σημείο του είπε: « Γιατί κ. Γιαννίτση δεν έγιναν επί των ημερών σας αυτές οι μεταρρυθμίσεις για τις οποίες τώρα μιλάτε;». Η απάντηση του ήταν χαρακτηριστική του ανδρός: «Δεν τσιμπάω. Να μιλήσω για το ασφαλιστικό πριν δέκα χρόνια και να αφήσουμε το τι πρέπει να γίνει σήμερα». Και προσγείωσε την συζήτηση στην δύσκολη σημερινή πραγματικότητα.
Με την βεβαιότητα ότι θα προσκρούσω στην μέχρι υπερβολής σεμνότητα που τον χαρακτηρίζει αισθάνομαι την ανάγκη να μεταφέρω την τηλεφωνική συζήτηση που είχαμε μισή ώρα μετά το πέρας της εκπομπής.
-Γιατί δεν «τσιμπάς» Τάσο. Η Στάη σου σήκωσε να καρφώσεις και εσύ άφησες την πάσα να περάσει.
– Και τι θα έβγαινε; Το θέμα είναι να δικαιωθώ εγώ; Εδώ ο τόπος καίγεται, ο κόσμος θέλει απαντήσεις για το σήμερα. Όταν λέω να αφήσουμε την συζήτηση για το χτες και επιτέλους να κάνουμε κάτι για το σήμερα, θα ήμουν ανακόλουθος αν γύριζα στο 2001. Εξ’ άλλου τώρα πια όλοι έχουν καταλάβει ότι είχαμε δίκιο όταν προτείναμε την ασφαλιστική μεταρρύθμιση δέκα χρόνια πριν.
Φοβάμαι ότι σε αυτό το τελευταίο σημείο ο Τάσος κάνει λάθος. Προφανώς έχουν καταλάβει περισσότεροι. Δεν υπάρχει το τοπίο της απελπιστικής ερημιάς με τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού υποστηρικτές από την μια και τα παρελαύνοντα μέσα στην καλή χαρά πλήθη από την άλλη με το βαθύ ΠΑΣΟΚ στην πρώτη γραμμή, ευτυχισμένο που ανέτρεπε την «δεξιά» εκσυγχρονιστική γραμμή. Όμως πολλοί ακόμα αρνούνται να καταλάβουν και αντιδρούν με πείσμα σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Για αυτούς η εξιστόρηση της χαμένης μεταρρύθμισης έχει και παιδευτικό χαρακτήρα.
Το παράδειγμα Γιαννίτση σε μια εποχή σύγχυσης και ανασφάλειας παρέχει τις σταθερές χειρολαβές που έχει ανάγκη ο λαός μας. Σαν γνήσιος σοσιαλδημοκράτης ο Γιαννίτσης είναι με μέτρο αισιόδοξος και ταυτόχρονα ρεαλιστής. Πιστεύει στις δυνατότητες του λαού αλλά δεν του χαϊδεύει τα αυτιά. Και κυρίως αποδεικνύει ότι δεν είναι όλοι ίδιοι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News