247
|

Γιάννης Βαρβέρης: «Κι απ’ τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα»

Γιάννης Βαρβέρης: «Κι απ’ τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα»

Άντε πάλι: έφυγε, πλούσιο έργο, πολυβραβευμένος. Σιωπήστε επιτέλους και πετάξτε όλες αυτές τις κούφιες λέξεις στον απόπατο. Ο Γιάννης Βαρβέρης πέθανε προχτές το βράδυ, έγειρε και πέθανε καθιστός, μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Πέθαινε επί χρόνια, το σώμα του είχε συγκεντρώσει του κόσμου τα βάσανα, τα χείλη του ήταν ευγενέστατα και κυνικά, τρυφερά και ανελέητα. Έπαιζε νυχθημερόν με τους θανάτους και τον θάνατο, τα μαύρα χαρτιά. Επί δεκαετίες. Έγραφε ποιήματα αληθινά, μισούσε το γλείψιμο, τους στρογγυλούς στίχους, τις υποκρίτριες ποιητικίζουσες, επιτυχημένες λέξεις. Δεν αντέγραψε ποτέ. Ζούσε στο φως, ανέπνεε στα μαύρα νερά.

Απ αυτόν έμαθα τον Μαργαρίτη και τον Ζαγοραίο (αλλά και τον Μπρασσένς) κι όταν ανταμώναμε στην ανηφόρα της Σίνα κάναμε δηλητηριώδη αστεία επιστρατεύοντας λαϊκά τετράστιχα. Φανταζόμασταν τον Χρηστάκη να τραγουδάει την Κανάρα στο ευρωκοινοβούλιο. Προφανώς αυτός πάντα κέρδιζε.

Από χτες όμως που έμαθα τον θάνατό του μου κόλλησε το Γράμμα του, κι αυτό σας αντιγράφω:

Στην τσέπη του παλτού σου
παλιό σουσάμι
φλούδα φυστικιών
και το τσαλακωμένο γράμμα μου.
Ξύπνησαν λέξεις
φράσεις ανακλαδίστηκαν
έτριξα μήνες εκεί μέσα
μέρες του κρύου
νύχτες απ' την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή
μήπως ακούσεις
άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς
κόπηκα ράφτηκα εν αγνοία σου
κατά τις πιθανές σου επιθυμίες.
Μα τώρα πιά που μπαίνει το καλοκαιράκι
κι είναι σαφείς οι προοπτικές του μέλλοντος μας
αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας
ή αντί να με ξεγράψεις
στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο
θα σφίξω θα μαζέψω
σε σουσάμι ή φλούδι
κι απ' τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα.
Κάποτε θα μ' αγγίξουνε τα δάχτυλά σου.

 

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News