423
|

Για πόσο ακόμα;

Για πόσο ακόμα;

Για πόσο ακόμα; Ο ουρανός έχει κατέβει και γλύφει την κορφή του Υμηττού. Κλέβει από το όνειρο και συνεχίζει να συμπιέζει τον ελεύθερο χώρο. Σου έρχεται να φωνάξεις «σιγά ρε, υπάρχουν άνθρωποι από κάτω!».  Στο δρόμο άλλο ένα ακινητοποιημένο αυτοκίνητο. Το πέμπτο σήμερα. Πού λεφτά για σέρβις; Και τα λάστιχα, γυαλιά, φαλακρές επιφάνειες επάνω στην τσουλήθρα πολυκαιρισμένης ασφάλτου. Του χρόνου τα μισά αυτοκίνητα θα είναι νεκροφόρες. Τυφλά όπλα.
   
Το μικρό παντοπωλείο μένει ανοιχτό μέχρι τις δέκα. Έχει σώσει ζωές. Ο Θεός να του δίνει σε μέρες όλα τα μακαρόνια της τελευταίας στιγμής, τα τσιγάρα, τις μπαταρίες, τα χαρτιά κουζίνας… Ό,τι μου έχει πουλήσει στις δέκα παρά ένα λεπτό, χρόνια τώρα.
     
Στην απέναντι πολυκατοικία ένα σύμπαν χωρίζει τον τρίτο από τον τέταρτο όροφο. Ποτέ, μα ποτέ δεν έχω δει φως στον τρίτο όροφο μετά τις εννιάμισυ! Φαντάζομαι τι ώρα ξυπνάνε για τη δουλειά. Και από την ώρα καταλαβαίνεις πάνω κάτω και τη δουλειά που κάνουν. Έχουν κι ένα αγοράκι. Θα το ανασταίνουν ζόρικα. Στον τέταρτο η τηλεόραση των χιλίων ιντσών μένει αναμμένη μέχρι τις τρεις. Σχεδόν κάθε βράδυ. Δεν πρέπει να έχουν συναντηθεί ποτέ. Δεν βγαίνουν οι ώρες…
    
Ένα κορίτσι περπατάει βιαστικό στο δρόμο, μάλλον φοβισμένο, σε ένα σημείο ο φωτισμός είναι πολύ αδύνατος. Θέλω να της πω «μη φοβάσαι, είμαι εδώ και σε βλέπω, σε προστατεύω». Άσε, θα αρχίσει να ουρλιάζει.
    
Και τα παπάκια των delivery σαν καραμπόλες σε αμερικάνικο μπιλιάρδο, χρωματιστές μπάλες που τις «έσπασε» η πρώτη στεκιά, και έφυγαν προς όλες τις κατευθύνσεις.
    
Μυρίζει το βρεγμένο χώμα από το αυτόματο πότισμα. Τι τέλεια μαστούρα! Μου λείπουν οι σκυμμένες φιγούρες πάνω από τις γλάστρες που τις ξεδιψάνε και τους μιλάνε αλλά καταλαβαίνω πως για τους αφηρημένους το αυτόματο είναι μια κάποια λύση.
 
Έχεις δει πώς κοιμούνται τα καναρίνια; Κρύβουν το κεφάλι τους μέσα στο σώμα , φουσκώνουν, γίνονται μια τέλεια σφαίρα, είναι ο ορισμός αυτού που λέμε «κλείνομαι στον εαυτό μου».
   
Τι άλλο; Καμμιά κάφτρα τσιγάρου σε μακρινό μπαλκόνι, κάποιο φως κουζίνας που ανάβει- όλο και κάποιος σηκώνεται για νερό, τα γνωστά. Ούτε έναν φόνο δεν έχω δει. Ο Τζαίημς Στιούαρτ στο «Σιωπηλό μάρτυρα» του Χίτσκοκ κόντεψε να πάρει τέσσερα Όσκαρ, κάνοντας ακριβώς ότι κι εγώ. Τι διάολο κάνω λάθος;
   
Μετά σταματάω να χαζεύω και αρχίζω τις σκέψεις. Δεν θέλεις να ξέρεις. Το μέσα μου παίζει την νύχτα στα ίσα. Δεν φταίω εγώ. Για κάποιο λόγο δεν μου προτείνουν κωμικούς ρόλους. Καρατερίστας της μουντρούχας… Πεισμώνω. Κάποια μέρα θα σας σκοτώσω στα γέλια. Όλους σας!
      
Πάω μέσα. Πόσα τέτοια βράδια να ΄χω ακόμα;
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News