Ξέμειναν, είχαν φύγει όλοι από το τραπέζι, πέντε-έξι άγνωστοι μόνο στο βάθος, λίγο μετά τις τρεις το πρωί. Τα γενέθλια του κοινού φίλου είχαν περάσει πια στην ιστορία της παρέας. Δεν ήταν φίλοι οι δυο τους, τους ένωνε ο εορτάζων, βρίσκονταν μόνο κάνα δυο φορές τον χρόνο, όποτε έπρεπε να του ευχηθούν, σπίτι του ή κάπου έξω.
Εικοσιπέντε χρονών εκείνη, φοιτήτρια στο Φυσικό, εκείνος πενηνταπεντάρης, κάτι λίγο συγγραφέας, κάτι λίγο αρθρογράφος, κάτι λίγο κουρασμένος-γενικώς.
-Ξέρετε ποιο είναι το πρόβλημά σας; του είπε σαν να συνέχιζαν μια κουβέντα που δεν είχε αρχίσει ποτέ.
-Ποιο απ΄ όλα; της απάντησε εκείνος
-Ότι γράφετε πια με την εμπειρία σας και για την εμπειρία σας.
-Και πού είναι το κακό σε αυτό;
-Το κακό είναι πως δεν μπορείτε πια να μιλήσετε στην ηλικία μου. Προσποιείστε ορμή, υποδύεστε πάθος, αλλά σας προκύπτει διδακτισμός. Η εμπειρία δεν κυκλοφορεί σε ενέσιμη μορφή και λίγο μας νοιάζει εκείνο που μονίμως υπαινίσσεσθε «τώρα δεν με καταλαβαίνεις αλλά όταν έρθεις στα χρόνια μου και δουν πολλά τα μάτια σου, θα έρθεις στα λόγια μου»
Το κακό όμως με τέτοιες κουβέντες τέτοιες ώρες είναι πως αν το κορίτσι είναι όμορφο και ο μεσήλιξ μπακούρι και φιλοπερίεργος για καινούργια σώματα, συνήθως πηδάνε οι πιο βαριές μαλακίες από το στόμα του. Και θα συνεχίσει να κάνει το ίδιο λάθος, να μιλάει με την πατέντα του έμπειρου, λίγο φιλολό, λίγο πατρικά, λίγο σαρκαστικά, λίγο –γενικώς. Συνέχισε κάπως έτσι.
-Ο καθένας την αλήθεια του μόνο μπορεί να υποστηρίξει, αρκεί να είναι τίμιος μαζί της. Προτιμάς εκείνους που φοράνε τον φερετζέ της εφηβείας στα κείμενά τους, για να κολακέψουν τις μικρότερες ηλικίες, με εμφιαλωμένη φρεσκάδα και τρελιάρικη διάθεση σαν άτσαλα μαλλιά δεκαπεντάρη;
-Δεν προτιμώ κανέναν, του είπε. Απλά, όταν από την τέχνη ζητάω ορμή και πάθος, εσείς μου δίνετε λογική και σοφία. Στην ουσία δηλαδή, ακυρώνετε την τέχνη υπονομεύοντας το πρωταρχικό της κύτταρο. Ακόμη κι αν καταφέρετε να διατηρήσετε ανυπόταχτη και ανήσυχη σκέψη, ακόμη κι αν το άροτρο δεν έχει στομώσει και συνεχίζει να αναστατώνει το χώμα, δεν μπορείτε να ξεφύγετε από τη στυφότητα του διδακτισμού.
Μιλούσε κάπως έντονα, σχεδόν επιθετικά, και εκείνος προτίμησε να ελαφρύνει λίγο την ατμόσφαιρα.
-Αυτό για το άροτρο και το αναστατωμένο χώμα, είναι από μάθημα επιλογής στο Φυσικό ή από υποχρεωτικό;
Του χαμογέλασε. Βρίσκονταν και οι δύο στο απίστευτα λεπτό σημείο που η βραδιά ή θα έπαιρνε την τροπή μιας ουσιαστικής κουβέντας ή τον δρόμο για το κρεβάτι. Υπάρχουν τρόποι για να διερευνήσεις διαθέσεις, ακροπατώντας στον χώρο που σου αφήνει κάθε φορά ο άλλος, εν γνώση σου βέβαια πως αν παρανοήσεις, η απόσταση από τον θρίαμβο στην ρόμπα είναι ένα «άντε και γαμήσου» δρόμος. Αλλά φαντάζομαι πως όταν είσαι πενήντα πέντε κι εκείνη είκοσι πέντε, δεν το παίρνεις και τόσο προσωπικά…
Αποφάσισε να πατήσει και στις δύο βάρκες, να δει μέχρι πού τον έπαιρνε.
-Θεωρείς δηλαδή πως δεν υπάρχει τίποτα να πάρεις από κάποιον της ηλικίας μου;
-Είμαι εδώ, τέτοια ώρα μαζί σου. Δεν είναι κάποια απάντηση αυτό;
Ήταν παίχτρια! Άκουσε μια ριπή από κρακ μέσα του. Έσπαγαν ένα-ένα τα μπουκαλάκια της αδρεναλίνης. Του ήρθε σχεδόν αναρρόφηση από το κύμα τους. Δεν μίλησε, περίμενε κάποιο πιο ευκρινές σινιάλο. Εκείνη το κατάλαβε.
-Μπορώ να λαθροκοιτάξω στο μέλλον μου, μέσα από σένα, αλλά ποιος νέος άνθρωπος ενδιαφέρεται για κάτι τόσο μακρινό; του είπε. Το ερώτημα είναι τι παιδιά μπορούν να γεννήσουν η ορμή και η σοφία όταν βρεθούν.
Του κόπηκαν λίγο τα πόδια με τα γεννητούρια, φυσικά και ήταν μεταφορικό, σκέφτηκε, αλλά από την άλλη ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για την ορθή χρήση του σχήματος της μεταφοράς από φοιτητές θετικών επιστημών…
Δέκα μέρες μετά, απενεργοποιούσε το κινητό του. Στο τελευταίο της μήνυμα δεν απάντησε.
Τον παρακαλούσε να βρεθούν, να ξαναμείνει και εκείνο το βράδυ σπίτι της και τον ρωτούσε τι λάθος έκανε και ξενέρωσε.
Την είχε την απάντηση. «Πόση ορμή να αντέξει η σοφία, πόση ακύρωση από ένα σκέτο σώμα, πόσο καθρέφτισμα στο κάτοπτρο του τέλους που πλησιάζει, και να μη δέσει μια πέτρα στον λαιμό και να φουντάρει;».
Δεν την έστειλε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News