Από την περασμένη εβδομάδα βγήκε στις αίθουσες το τελευταίο κινηματογραφικό (2010) πόνημα του Ζαν Λυκ. Εδώ που τα λέμε δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα απ' την ταινία. Άλλωστε μετά σαράντα περίπου χρόνια το να προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω τα σήματα, τους γρίφους και τα σημαινόμενα του Γκοντάρ δεν είναι κάτι συναρπαστικό για μένα πια. Πιθανώς να είναι μια καλή άσκηση ενάντια στο Αλτσχάϊμερ. Τα πράγματα βέβαια έχουν αλλάξει. Εγώ (και πιθανώς και άλλοι εκδρομείς του '70) βρίσκομαι αλλού πια, σε άλλες γειτονιές. Τα τελευταία σαράντα χρόνια έχουμε δει πολλά στο σινεμά.
Στη ταινία φαίνεται πως ο αινιγματικός σκηνοθέτης αναπολεί τις στιγμές απίστευτης δόξας που έζησε το '60 με τέτοια ποιητικά φιλμ όταν προσδιόρισε το στίγμα του cinema του δημιουργού. Δεν εγκαταλείπει το στιλ και το φιλμάρισμα που του έδωσε μια ζηλευτή θέση στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Δεν μπόρεσα να καταλήξω σε ένα ασφαλές συμπέρασμα αν αυτό τελικά το κάνει για κάποιο λόγο ή έτσι του βγαίνει. Φαίνεται πάντως να μην αισθάνεται ασφαλής να μιλήσει με μια κινηματογραφική γλώσσα που θα καταλαβαίνει ο καθένας. Το διασκεδαστικό (αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο) είναι πως όσο παλιός φαίνεται, τόσο μοντέρνος εξακολουθεί να είναι. Στην ουσία αυτή η φαινομενικά άναρχη παράθεση ιδεών, εικόνων, μουσικών φράσεων και ήχων δεν απέχει και πάρα πολύ απ' το να είναι ένα εξαιρετικά μοντέρνο κινηματογραφικό κλιπ.
Εδώ με όπλο το μοντάζ (αν και έχει δηλώσει πως the film is dead) ανακατεύει τις εικόνες του χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του μοντάζ για να διατυπώσει τις απόψεις του, «μιλώντας» έξοχα την κινηματογραφική γλώσσα. Ένα cinema clip με μια ασταμάτητη αλληλουχία εικόνων που πότε αποκτά μια ποιητική δυναμική και πότε κραυγάζει τσιτάτα μιας άλλης εποχής. Ο Γκοντάρ περνάει από μια κρουαζιέρα, σε μια ιστορία σε ένα γκαράζ του γαλλικού Νότου ενώ στο τέλος περιδιαβάζει σε μερικές μεγάλες μεσογειακές (Βαρκελώνη, Νάπολη, Παλαιστίνη) πόλεις έχοντας κάτι να θυμηθεί απ' το αριστερό μαχητικό παρελθόν τους. Σε μια στιγμή μάλιστα ασχολείται και με τον Ελληνικό Εμφύλιο. Αν κάνουμε μια μικρή όσο και πρόχειρη σύγκριση με έναν παρόμοιο ποιητικό κινηματογράφο σαν αυτόν του Τέρενς Μάλικ βλέπουμε ίσως πόσο πίσω έχει μείνει ο Γκοντάρ, όχι μόνο στα μέσα που χρησιμοποιεί, άλλα και στην θεματολογία. Ο Τέρενς Μάλικ τεχνικά και καλλιτεχνικά απέχει έτη φωτός απ τον handmade Γκοντάρ, χωρίς να υπονοώ πως ντε και καλά είναι και καλύτερος. Είναι φανταχτερά διαφορετικός. Αμερικανός!
Ο Γκονταρ έχει δηλώσει (πολύ σοβαρά και εμφαντικά) για την Ελληνική οικονομική κρίση, πως όλοι οι λαοί πρέπει να μας πληρώνουν δικαιώματα 10 euro κάθε φορά που χρησιμοποιούν τη Λογική. Ο μόνος που έχει προτείνει μια λύση στο πρόβλημα μας. Έστω και αλληγορικά όπως πάντα. Μας είναι πολύ συμπαθής. Παρ' όλες τις αντιρρήσεις ιδεολογικές και κινηματογραφικές που μπορεί να έχει κάποιος με το σινεμά του Γκοντάρ εγώ θα τον προτρέψω να περάσει ένα κινηματογραφικό βράδυ παρέα με τον αγέραστο και πάντα σφριγηλό σκηνοθέτη-auter που κάποτε τάραξε συθέμελα τον παγκόσμιο κινηματογράφο κάνοντας εν τέλει ακόμα και τους Αμερικανούς συναδέλφους του να τον παραδεχθούν, αν και δεν καταλάβαιναν ούτε πλάνο απ τα γυρίσματα του.
Η ταινία Film Socialisme παίζεται από τις 14 Ιουλίου στους κινηματογράφους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News