752
|

Φεγγάρι του μεσημεριού

Στέλλα Αλαφούζου Στέλλα Αλαφούζου 10 Αυγούστου 2012, 06:16

Φεγγάρι του μεσημεριού

Στέλλα Αλαφούζου Στέλλα Αλαφούζου 10 Αυγούστου 2012, 06:16

Όταν το ρολόι στο κομοδίνο της κρεβατοκάμαράς της έδειξε 8μμ, άρχισε να ετοιμάζεται. Μπάνιο, μπουρνούζι, κρέμες σώματος, άρωμα, στέγνωμα μαλλιών, μακιγιάζ, ντύσιμο. Το κουδούνι θα χτυπούσε στις 9 παρά και θα ήταν εκείνος. Είχε ήδη φορέσει το μπλε της φόρεμα, εκείνο το ως το γόνατο που έκλεινε με κουμπιά. Φόρεσε και τις γόβες της. Όταν  σήμανε η έλευσή του, εκείνη φώναξε  «Μισό…» και έβγαλε τη μία γόβα, κάνοντας κουτσό ως την εξώπορτα. Ήθελε να του δείξει ότι δεν ήταν έτοιμη ακόμα. Πονηριές…τι να πεις! Θα μπορούσε ακόμη και να’χει πείσει τον εαυτό της ότι ο χρόνος δεν της έφτασε. Τέτοια ήταν.

Της χαμογέλασε, του χαμογέλασε, φόρεσε τη βγαλμένη γόβα, έκλεισαν την πόρτα πίσω τους και μπήκαν στο αυτοκίνητο. Στη διαδρομή ήταν σιωπηλοί. Ύστερα έφτασαν στο θερινό σινεμά που κάτω είχε χαλίκι. Εκείνη κοίταξε μια το χαλίκι, μια τις γόβες και μια εκείνον και έμεινε ακίνητη. Τότε αυτός την σήκωσε στον ένα ώμο του –ναι, σαν αρνί- κάτι που εκείνη δέχτηκε σαν να ‘ταν το πιο κανονικό πράγμα του κόσμου και την πήγε ως την καρέκλα της στην οποία και την έκατσε. Του χαμογέλασε για να τον ευχαριστήσει και ξεκίνησαν να βλέπουν την ταινία, πίνοντας λευκό κρασί. Είχε ήδη αρχίσει να την φτιάχνει ο τρόπος που συνεννοούνταν δίχως λέξεις.

Η ταινία τέλειωσε και εκείνος την σήκωσε πάλι στον ένα ώμο για να την βγάλει απ’ το σινεμά. Τα μαλλιά της είχαν χυθεί και τον χάιδευαν στα χέρια. Έκανε να την αφήσει στην άσφαλτο αλλά του άρεσε τόσο που την πήγε σηκωτή ως το αυτοκίνητο. Την έβαλε πάνω στο καπό, την φίλησε στο στόμα πολύ και ύστερα τη ρώτησε «Τι θέλεις από εμένα;»
«Να μου προσέχεις τις γόβες μου όπως απόψε», του απάντησε.
«Τι άλλο θέλεις;»
«Θέλω να δω μαζί σου όσα δεν βλέπεις με τους άλλους»
«Βλέπω τα πάντα με όλους. Βρες κάτι πραγματικό που να θέλεις από εμένα.»
«Τότε δεν έχω απάντηση. Δεν ξέρω τι θέλω από εσένα.»
«Γιατί θυμώνεις;»
«Γιατί με εκνευρίζει η τόση επαφή σου με την πραγματικότητα.»
«Οκ, λοιπόν, με τους άλλους δεν βλέπω το φεγγάρι του μεσημεριού. Υπάρχει περίπτωση να το δούμε μαζί;»
«Υπάρχει!»
«Αφού δεν υπάρχει φεγγάρι του μεσημεριού!»
«Υπάρχει!»
«Δεν υπάρχει!»
«Υπάρχει! Έλα αύριο το μεσημέρι στο σπίτι μου. Ας μην το αποφασίσουμε τώρα. Αφού είναι νύχτα!»

Έδωσαν ραντεβού για τις τρεις το μεσημέρι της επόμενης μέρας. Την πήγε σπίτι, του έδωσε ένα «τίποτα υποσχόμενο» φιλί για καληνύχτα και ανέβηκε στο διαμέρισμά της. Βγήκε στο μπαλκόνι της, κοίταξε το φεγγάρι, έπεσε στα γόνατα και του είπε: «Την έχω βαμμένη και δε μ’ αρέσει να χάνω. Μήπως μπορείς να συνεργαστείς για αύριο μόνο; Να κάνεις ας πούμε μια guest εμφάνιση το μεσημεράκι για λιιιγο; Μόνο εμείς θα το ξέρουμε. Ε; Βγες λίγο κι εσύ απ’ τα συνηθισμένα σου, σκέψου το…» Απάντηση απ’ το φεγγάρι δεν πήρε αν και έμεινε στα γόνατα περισσότερο από ώρα. Αν γίνονταν θαύματα και άρα μπορούσε να ανάψει το φεγγάρι στις 3 το μεσημέρι, τότε πακέτο στο ίδιο θαύμα θα’ ταν και η καταφατική απάντηση που περίμενε. Σηκώθηκε, σκούπισε τα γόνατά της και μπήκε μέσα απογοητευμένη. Ξάπλωσε στον καναπέ με τα ρούχα και σκεφτόταν εναλλακτικές. Λίγο πριν την πάρει ο ύπνος, αποφάσισε ότι θα του μαγείρευε κάτι νόστιμο και ύστερα θα του εξηγούσε με λέξεις από εκείνες των κανονικών ανθρώπων ποια είναι τα όσα δεν βλέπει με τους άλλους… Ήττα κανονική αλλά οκ!

Το επόμενο πρωί βγήκε για να ψωνίσει τα απαραίτητα. Πριν φτάσει σπίτι είδε μια καρότσα γεμάτη καρπούζια με την επιγραφή «ο γλύκας». Αναπόλησε  το «όλα τα σφάζω…» των παιδικών της χρόνων, πήρε ένα καρπούζι και πήγε σπίτι της. Έψησε τον σολομό στη σχάρα, έφτιαξε σαλάτα με πετιμέζι για να τον γλυκάνει, έκοψε το καρπούζι σε λεπτές φέτες και τον περίμενε. Εκείνος έφθασε στην ώρα του, την βοήθησε να στρώσουν το τραπέζι στο μπαλκόνι. Και οι δυο κοίταζαν και ξανακοίταζαν τον ουρανό λες και υπήρχε περίπτωση να δούνε το φεγγάρι. Τώρα που τους σκέφτομαι από απόσταση, δεν ξέρω ποιος απ’ τους δύο ήθελε περισσότερο εκείνη την ανατροπή της φύσης και των όλων… Έφαγαν τη σαλάτα και το κυρίως συζητώντας άσχετα πράγματα, αφήνοντας το «κυρίως» της σχέσης τους για το επιδόρπιο. Εκείνη έφερε το κομμένο σε λεπτές φέτες καρπούζι, κάθισε στη θέση της, κοίταξε τον ουρανό -φεγγάρι δεν υπήρχε- πήρε το απολογητικό ύφος της ηττημένης που είχε υποσχεθεί, που είχε καυχηθεί για την νίκη και ξεκίνησε να μιλάει…

«Ξέρεις, φεγγάρι του μεσημεριού δεν υπάρχει. Συγγνώμη.»
«Κι αυτό τι είναι;»,
της απάντησε εκείνος δείχνοντας με το χέρι του μια λεπτοκομμένη φέτα απ’ το καρπούζι, ίδια με μισοφέγγαρο… 
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News