620
|

Εθνικός Ύμνος

Θοδωρής Γκόνης Θοδωρής Γκόνης 25 Μαρτίου 2013, 00:43

Εθνικός Ύμνος

Θοδωρής Γκόνης Θοδωρής Γκόνης 25 Μαρτίου 2013, 00:43

Την άνοιξη του 1994 -αν δεν κάνω λάθος- μήνα Μάρτιο, βρισκόμουν στην Αυστραλία για λόγους που δεν είναι της παρούσης να εξηγήσω.

Ήμουν στη Μελβούρνη. Ένας πρώτος ξάδελφος του μακαρίτη του πατέρα μου, χρόνια μετανάστης εκεί, ήρθε να με παραλάβει από το ξενοδοχείο, όπου είχα καταλύσει.

Στεκόμουν στην είσοδο, θέλοντας να δω αν θα τον αναγνώριζα από μακριά. Τον αναγνώρισα μεμιάς κι ας είχα να τον συναντήσω τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια. Είχε το χαρακτηριστικό περπάτημα της οικογένειας. Πεταχτό και γρήγορο. Βουνίσιο περπάτημα.

Φιληθήκαμε, κρύψαμε με τρόπο τα δάκρυά μας -κάνοντάς τα, ταυτόχρονα, εντονότερα- είπαμε τα τυπικά και ξεκινήσαμε για το σπίτι δύο άλλων θείων μεταναστών, που με περίμεναν πώς και πώς. Εγώ δεν τους είχα γνωρίσει καν. Είχαν φύγει πριν γεννηθώ.

Ξεκινήσαμε με τα πόδια. Το ζήτησα για να περπατήσω κάπως τη Μελβούρνη. Πήραμε το δρόμο πλάι στο ποτάμι, που διασχίζει την πόλη, κουβεντιάζοντας. Ο θείος με ξεναγούσε διανθίζοντας τις ελάχιστες – είν’ αλήθεια- πληροφορίες με βάσανα της ξενιτιάς, που ήταν όντως πολλά, κυρίως αυτά των πρώτων χρόνων. Η προφορά του, οι λέξεις του, τα λόγια του εντελώς μπασταρδεμένα· δυο λέξεις ελληνικές, μια εγγλέζικη. Για δες, το περπάτημα άντεξε πιο πολύ από τη γλώσσα, σκεφτόμουν. Σταθήκαμε πάνω σε μια γέφυρα χαζεύοντας ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. Κάποιοι έπαιζαν μπάλα.

Ένας απ’ αυτούς είναι Έλληνας. «Μπορείς να καταλάβεις ποιος;», με ρώτησε.
Δεν δυσκολεύτηκα και πολύ. «Είναι αυτός που δεν δίνει την μπάλα με τίποτα», είπα.
Γελάσαμε. Συνεχίσαμε το δρόμο για το συγγενικό μας σπίτι.
Φτάνοντας, αντίκρισα όλο μου το σόι, σα σε φωτογραφία, να με περιμένει στο σαλόνι. Σαλόνι της δεκαετίας του ’60 στην επαρχιακή Ελλάδα. Ξαδέλφια, θείοι, θείες, ανίψια που δεν είχα δει ποτέ!

Κοιταζόμασταν στα μάτια και δεν αντέχαμε πάνω από μισό λεπτό. Μας έρχονταν κλάματα. Διέκρινα, έβλεπα, αναγνώριζα στο βλέμμα τους ανθρώπους που δεν ζούσαν πια· προγόνους, γονείς που είχαν χαθεί οριστικά. Για κακή μου τύχη είχε πεθάνει μια θεία μας στην Ελλάδα εκείνη την εποχή και της έκαναν μνημόσυνο στη Μελβούρνη.

Περιμένοντας εμένα είχαν στρώσει τραπέζι. Τραπέζι γάμου. Στους τοίχους φωτογραφίες όλων μας. Πάνω-πάνω η φωτογραφία του Άρη Βελουχιώτη στο άλογο, δίπλα ο Στέλιος Καζαντζίδης, πολύ πιο κάτω ο Νεστορίδης κι η Α.Ε.Κ. του ’60.

Δεν ξέρω πώς άντεξα. Δεν μπορούσα να βγάλω λέξη. Μ’ αγκάλιαζαν και με φιλούσαν. Έκλαιγαν.
Βρήκα φωτογραφίες δικές μου, όταν ήμουν μικρό παιδί. Φωτογραφίες στο πάρκο του Ναυπλίου, στον Κολοκοτρώνη, που εγώ δεν τις είχα.
Δεν είχα καν φωτογραφίες της παιδικής μου ηλικίας και τις βρήκα εκεί. Τις ζήτησα. Τις κρατάω.

Κάποια στιγμή θέλησα να φύγω. Δεν άντεχα. Είχα πλαντάξει. Ο εξάδελφος του πατέρα μου, που με είχε φέρει στο σπίτι, προσφέρθηκε να με γυρίσει πίσω. Αρνήθηκα. Του είπα ότι ήθελα να γυρίσω μόνος μου. Προσανατολίζομαι, είν’ αλήθεια, εύκολα. Όπου και να βρεθώ, δεν χάνομαι με τίποτα. Γι’ αυτό όσοι κι αν μ’ έστειλαν στο διάβολο, δεν κέρδισαν τίποτα· ξαναγύρισα.

Όμως, εδώ τα πράγματα για μένα ήταν πανεύκολα. Θα έπαιρνα το ποτάμι αντίστροφα και θα βρισκόμουν στο ξενοδοχείο μου.

Έτσι κι έγινε. Στο δρόμο του γυρισμού ξέσπασα, λύθηκα. Μ’ έπιασε ένα κλάμα τόσο που οι άνθρωποι γύρω μου με κοιτούσαν περίεργα. Δεν μ’ ένοιαζε. Ξένος ήμουν, στην ξενιτιά δικών μου ανθρώπων.

Καθώς προχωρούσα, τρέχοντας σχεδόν, από το βάθος έφτανε στ’ αυτιά μου ένας θόρυβος, μια μουσική.

Άρχισα να περπατώ προς τον ήχο. Ώρα είναι να έχω και παραισθήσεις, σκέφτηκα. Ο ήχος ερχόταν τώρα πιο καθαρός, μαζί με φωνές που έψελναν τον Εθνικό μας Ύμνο. Πετάρισε η ψυχή μου. Έτρεξα σαν τρελός, κλαίγοντας γοερά με αναφιλητά.

Βγήκα σε μια πλατεία γεμάτη κόσμο με σημαίες και λάβαρα. Πάνω σε μια μεγάλη μεταλλική εξέδρα η τραγουδίστρια Άντζελα Δημητρίου, τυλιγμένη την ελληνική σημαία, τραγουδούσε τον Εθνικό μας Ύμνο, ενώ χιλιάδες ομογενείς τραγουδούσαν μαζί της.

Αμέσως μετά η τραγουδίστρια άρχισε τα γνωστά της τραγούδια με το ίδιο πάθος που λίγο πριν έψελνε τον Εθνικό Ύμνο.

Ήταν 25η Μαρτίου και οι ομογενείς γιόρταζαν την εθνική μας επέτειο.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News