Ο γιατρός, φίλος απ’ τα παλιά, με κοίταξε με το συγκαταβατικό βλέμμα του ανθρώπου που έχει συνηθίσει να κατακρημνίζει τις ζωές των άλλων. Όχι από βίτσιο, αλλά από ανάγκη.
-«Αν θυμάμαι καλά, ποδόσφαιρο βλέπεις» μου είπε, παρατηρώντας τη μαγνητική τομογραφία που είχε κολλήσει στον φωτεινό πίνακα.
-«Δεν είμαι και ο φανατικότερος, αλλά αν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον θα το δω. Γιατί;»
-«Ωραία. Σε συμβουλεύω λοιπόν να θεωρήσεις άκρως ενδιαφέρον ολόκληρο το Μουντιάλ από την αρχή ως το τέλος του».
-«Δεν σε καταλαβαίνω…».
Το βλέμμα μου θα πρέπει να ήταν τελείως χαζό, διότι έβαλε τα γέλια. Υπήρχε κάτι φρικτά επίφοβο στον τρόπο που τοποθετούσε μέσα στην κουβέντα μας, τα πιο άσχετα φαινομενικά κομμάτια του πάζλ. Σα να γέμιζε γύρω-γύρω με λουλουδάκια και καρδούλες, μια εικόνα που στο κέντρο της κυριαρχούσε το βλέμμα του χειρότερου σατανά της αποκάλυψης.
-«Διότι θα έχει αγώνες επί έναν μήνα και για έξι τουλάχιστον ώρες την ημέρα. Να βλέπεις κάτι ενδιαφέρον, όπως θα είσαι ξαπλωμένος».
-«Ξαπλωμένος;» έφριξα. «Συνέχεια; Για έναν ολόκληρο μήνα;».
-«Ε, μετά το Μουντιάλ κάτι άλλο ενδιαφέρον θα βρεις να κάνεις στο κρεβάτι…».
-«Τι εννοείς; Πόσο θα μείνω στο κρεβάτι δηλαδή;».
Έκανε μια πλατιά χειρονομία επιστημονικής σχετικότητας: «Όσο χρειαστεί Δημήτρη. Θα δούμε. Βλέποντας και κάνοντας. Ανάλογα πώς θα πάει η θεραπεία και πώς θα αντιδράσει η σπονδυλική σου στήλη».
-«Δε γίνεται αυτό Γιάννη, ξέχασε το» απάντησα με ανυπόκριτη αποφασιστικότητα. «Αυτό, απλώς δε γίνεται.»
-«Να το ξεχάσω λες…», υπομειδίασε.
-«Ακριβώς. Έχω δουλειές εγώ. Εκπομπή, ανελαστική στις παρουσίες. Ραδιόφωνο. Εφημερίδα. Υποχρεώσεις. Εκκρεμότητες. Είναι εντελώς αδύνατο να λείψω».
-«Αδύνατο, ε…;». Είχε αρχίσει να γελά.
-«Ναι, αδύνατο. Έχω ανθρώπους που κρέμονται από μένα, οικογενειακές ανάγκες, μανάδες που περιμένουν στην Κρήτη, σχέδια που είναι στο τελευταίο στάδιο, αναδιαρθρώσεις που πρέπει να ολοκληρωθούν μέσα στις επόμενες βδομάδες. Αυτό το καλοκαίρι είναι πολύ σημαντικό».
Ο γιατρός απέναντι τρανταζόταν ήδη από τα γέλια. Προφανώς ήταν της άποψης ότι κωμικό είναι η αποδόμηση του τραγικού.
-«Τι γελάς ρε Γιάννη;» εκνευρίστηκα. «Δεν μπορώ ξαπλωμένος. Είμαι υπερκινητικός άνθρωπος εγώ. Θα σαλτάρω δυο μήνες ακίνητος. Έχω κανονίσει διακοπές, ξέρεις τι χειμώνα πέρασα; Αν δεν ξεκουραστεί λίγο το μυαλό μου και φάω Ιούλιο και Αύγουστο στην Αθήνα και μάλιστα στο κρεβάτι, τον Σεπτέμβρη θα με κλείσουν στο Δρομοκαΐτειο μαζί μ' αυτή που είχε τη μάνα της στο μπαούλο για δυο χρόνια. Είμαι και ομιλητής σ’ ένα συνέδριο στη Σκωτία στις αρχές Ιούλη. Κανονισμένο εδώ κι έναν χρόνο. Αμ αυτό που το πας;».
Όση ώρα ωρυόμουν, αυτός γελούσε ακατάσχετα. Ανεβοκατέβαζε σαν νευρόσπαστο το πόδι του στο πανάκριβο ξύλινο πάτωμα, ενώ με το χέρι του είχε αρπάξει ένα χαρτομάντιλο και το ‘χε φέρει στο στόμα για να μην του πετάγονται σάλια.
-«Και τι σκατά έπαθε τέλος πάντων αυτός ο σπόνδυλος;» επαναστάτησα. «Τι θα πει έσπασε ο χόνδρος και χύθηκε; Να τον μαζέψεις πίσω. Πρώτος καθηγητής της ιατρικής του πανεπιστημίου Αθηνών είσαι. Ο καλύτερος, ο θαυματοποιός. Πενήντα χιλιάδες χαλασμένοι σπόνδυλοι έχουν περάσει απ’ τα χέρια σου και τους έφτιαξες. Φτιάξε και τον δικό μου λοιπόν».
Στο άκουσμα του έσχατου επιχειρήματός μου, το τσιριχτό του γέλιο κόπηκε μαχαίρι. Γνωριζόμαστε πολλά χρόνια οι δυο μας και μου τη φύλαγε:
-«Αχά! Βλέπω ότι δεν χρειάστηκαν παρά πέντε λεπτά ζόρικης συζήτησης, ώστε ο άθεος να μεταλλαχθεί σε θεόπληκτο. Από συνειδητός αγνωστικιστής μεταπήδησες στην αναζήτηση ενός Παντοδύναμου που θα σε κάνει καλά μ’ ένα θαύμα; Μπράβο Δημητράκη… Και μάλιστα ψάχνεις τον θεό σου μέσα σ’ ένα ψυχρό ιατρείο; Τουλάχιστον η αγράμματη γιαγιά σου τον έψαχνε στην εκκλησία, στις εικόνες και τα λιβάνια. Οποία κατάπτωσις… Πάνε στράφι λοιπόν τόσα χρόνια μελέτης της φιλοσοφίας, της ιστορίας, των φυσικών επιστημών; Πετάς στα σκουπίδια δηλαδή τόση ανάλυση της τυχαιότητας και της απροσδιοριστίας, ως όρων για την ύπαρξη, την ελευθερία και την ποικιλομορφία των ατόμων και των κοινωνιών; Τα θυμάσαι που μου ‘πρηζες τ’ αρχίδια ολόκληρα βράδια; Τα πούλησες τώρα όλα, για έναν τραυματισμένο σπόνδυλο και την πιθανότητα δύο μηνών ακινησίας σ’ ένα κρεβάτι; Ευτελές πανίσχυρε δημοσιόγραφε, ευτελέστατο αν μου επιτρέπεις…».
Δεν απάντησα. Τι να του ‘λεγα δηλαδή; Μου ‘χε πετάξει στα μούτρα μέσα σε ένα λεπτό, όσα του έλεγα εδώ και τριάντα χρόνια. Κι έπειτα, ήταν ώρα αυτή για φιλοσοφική συζήτηση;
Έσκυψε, πήρε το στυλό του κι άρχισε να γράφει κάτι σ’ ένα χαρτάκι. «Φάρμακα;» τον ρώτησα με αναπτερωμένο ηθικό. Ήλπισα πως παρά την σαρωτική ειρωνεία του, τελικά τον είχα πείσει να κάνει κάτι άμεσο για τον τραυματισμένο μου σπόνδυλο. Τι διάολο; Στο τέλος-τέλος, φίλος μου καρδιακός ήταν. Έσπρωξε σοβαρός το χαρτί προς το μέρος μου: «Δεν είναι απλό φάρμακο. Είναι η μεγαλύτερη ανακάλυψη της φαρμακολογίας ever. Παλαιότατη συνταγή. Ονομάζεται τετραφάρμακος». Τα γράμματά του ήταν παράλογα ευδιάκριτα για γιατρό. Δε μ’ άρεσε ο τρόπος που μου το είπε. Τον ήξερα καλά. Στραβομουτσούνιασα καθώς διάβαζα:
«Άφοβον ο θεός
ανύποπτον ο θάνατος
και ταγαθόν μεν εύκτητον
το δε δεινόν ευεκκαρτέρητον.»*
-«Επίκουρος…» μουρμούρισα.
-«Φυσικά. Για μελέτη στο κρεβάτι. Μετά το Μουντιάλ».
Σηκώθηκα υποβασταζόμενος από τη νοσοκόμα. Τον κοίταξα με μίσος, λες κι έφταιγε αυτός για την κατάσταση μου: «Τη γλύτωσες κι απ’ τον Άδωνη» σφύριξα ανάμεσα στα δόντια μου με όσα αποθέματα κακίας διέθετα: «Ε βέβαια, όλοι με τους κακόμοιρους τους γιατρουδάκους τα βάζουνε, τους μεγαλοκαθηγητάδες στα ώπα-ώπα τους έχουνε. Κανείς δεν τους αγγίζει».
Το γέλιο του συνόδευσε την μαρτυρική μου έξοδο. Καθώς έβγαινα κούτσα-κούτσα από την πόρτα, διασταυρώθηκα με τον επόμενο ασθενή. Ήταν διπλωμένος στα δύο, αλλά άκουσα καθαρά τη φωνή του Γιάννη του μεγαλογιατρού να του λέει γεμάτος σιγουριά: «Μην ανησυχείτε κύριέ μου. Εγώ είμαι εδώ. Σε τρεις μέρες θα είστε περδίκι».
*Δεν έχει νόημα να φοβάσαι το Θεό
ούτε να σου προκαλεί ανησυχία ο θάνατος
το ουσιαστικά καλό, το αποκτάμε εύκολα
το δε κακό, το αντέχουμε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News