592
|

Εκθεση: Πως πέρασα το Πάσχα

Αρτεμις Καπούλα Αρτεμις Καπούλα 24 Απριλίου 2011, 01:27

Εκθεση: Πως πέρασα το Πάσχα

Αρτεμις Καπούλα Αρτεμις Καπούλα 24 Απριλίου 2011, 01:27

Το Πάσχα είναι η χειρότερη μου γιορτή. Από παιδί, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου η μεγάλη εβδομάδα ήταν πραγματικά μεγάλη, ο δικός μου Γολγοθάς. Ξεκινούσε με το άσπρισμα όλης της αυλής με ασβέστη και συνεχιζόταν με γενική καθαριότητα, βάψιμο αυγών και γλαστρών (αυτός ο συνδυασμός στο μυαλό της μάνας μου παρέμεινε ανεξήγητος στο πέρασμα των χρόνων). Κάθε μέρα στις 7 παρά και πριν σημάνει η καμπάνα έπρεπε να βρισκόμαστε στην εκκλησία κρατώντας το βιβλιαράκι που αποσπούσε την προσοχή μας από τον φάλτσο ψάλτη. Πονούσαν  τα αυτιά ολονών αλλά κανένας δεν τολμούσε να του πει την αλήθεια. Μεγάλη Πέμπτη στολίζαμε τον επιτάφιο και την επομένη ως άλλες μυροφόρες  τον ακολουθούσαμε τουρτουρίζοντας φορώντας κάτι μωβ φουστανάκια που μπουρδουκλώνανε τα πόδια μας. Στο χωριό-έχοντας δυο ενορίες-υπήρχε πάντα ανταγωνισμός για το ποιος επιτάφιος ήταν ο καλύτερος και η συνάντηση στην μέση της πλατείας ήταν το σημείο μηδέν της αναμέτρησης. Πάντα υπήρχαν δύο νικητές.

Μεγάλο Σάββατο  πρωί ερχόταν ο θείος κουβαλώντας το αρνί-αυτό που είχε επιλεγεί για να εξαφανίσει τις αμαρτίες μας-και αφού θυσιαζόταν στην αυλή ακολουθούσε ένας πανικός από παραγγέλματα, λεκάνες που γέμιζαν με άντερα και άλλα ειδεχθή στα παιδικά μου μάτια. Το αρνί σουβλιζόταν (μια φορά τόλμησα να ρωτήσω γιατί δεν το σταυρώνουμε και ακόμα θυμάμαι το χαστούκι που άστραψε στο μάγουλο μου), στηνόταν όρθιο και ο δικός μου ρόλος ήταν να παραφυλάω μπας και το φτύσει καμιά μύγα και πάει χαμένος ο κόπος μας. Στηνόμουν λοιπόν φρουρός έξω από την πόρτα και παρακολουθούσα τους υπόλοιπους να φτιάχνουν κοκορέτσια και  κοντοσούβλια. Το βράδυ πια, όλοι κατάκοποι και μες στα νεύρα από την ταλαιπώρια της μέρας, βάζαμε τα καλά μας και δώδεκα παρά πέντε ήμασταν έξω από την εκκλησία. Δώδεκα και τρία λεπτά είχαμε εξαφανιστεί, διακτινιστεί σχεδόν και με την λαμπάδα στο χέρι γυρνούσαμε σπίτι να κάνουμε τον καθιερωμένο σταυρό έξω από την πόρτα και να την πέσουν οι λυσσασμένοι από την νηστεία σε ότι υπήρχε πάνω στο τραπέζι.

Το πρωί της Κυριακής το εγερτήριο σήμανε σ τις 5.30. Έπρεπε να ανάψει η φωτιά, να πέσει και μετά με αργές κινήσεις να γυριστεί το αρνί για πέντε- έξι ώρες. Όλη η γειτονιά μύριζε τσίκνα, το «παντρεμένοι και οι δυο» μιξαριζόταν με το «ένας αητός καθότανε» από το διπλανό σπίτι και ακολουθούσε ο γνωστός καυγάς ανάμεσα σε γαμπρούς και πεθερούς που αφορούσε τις ψηστικές τους ικανότητες. Η μάνα παρέμβαινε με ένα «μέρες που ναι» και  η τάξη επανερχόταν.

Κατά τη μια ήταν όλοι μεθυσμένοι ή σε ευφορία. Το αρνί είχε ψηθεί, το τραπέζι είχε στρωθεί και εγώ αφού είχα ακούσει για μια ακόμα φορά την μομφή στην φωνή όλων «μα που έμοιασε αυτό το παιδί, ακούς να μη τρώει το αρνί» έπαιρνα το πιάτο με τα μακαρόνια μου και περίμενα να τελειώσει όλο αυτό για να γίνει η δική μου η ανάσταση, αυτό που περίμενα υπομονετικά μια εβδομάδα. Ο θείος θα άνοιγε το πορτοφόλι και θα μας έδινε λεφτά για να πάρουμε το πρώτο παγωτό της χρονιάς. Ξυλάκι βανίλιας ή σοκολάτας.

Σαράντα χρόνια μετά το Πάσχα  παραμένει η χειρότερη μου γιορτή. Πολλά πράγματα άλλαξαν. Αγαπημένοι άνθρωποι χάθηκαν, άλλοι γεννήθηκαν, η ζωή αντικατέστησε τα κοτσιδάκια με άσπρα μαλλιά, ο Γαϊτάνος τον φάλτσο ψάλτη, το μηχανάκι του ψησίματος τους καβγάδες. Εγώ εξακολουθώ να απέχω από την γιορτή, να μην τρώω το αρνί μόνο που δίπλα στην μομφή κουρνιάζει και η ζήλια «τυχερή, γλιτώνεις την χοληστερίνη».
Μόνο την ώρα του παγωτού, σε εκείνο το κρακ που γεμίζει το στόμα σοκολάτα πιάνω τον εαυτό μου να ψάχνει τα κοτσίδια του, ακούω λες την φωνή της μάνας  «σιγά-σιγά, δικό σου είναι, δεν θα στο φάει κανένας»…    
 
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News