534
|

Δώρο Δίκοπο

Θοδωρής Γκόνης Θοδωρής Γκόνης 15 Δεκεμβρίου 2012, 07:35

Δώρο Δίκοπο

Θοδωρής Γκόνης Θοδωρής Γκόνης 15 Δεκεμβρίου 2012, 07:35

Σιγά μην περιμέναμε τις γιορτές για να παραπονεθούμε. Σιγά μη δεν ξέρουμε εμείς τι είναι αγροί, τι είναι κήποι, τι είναι λεηλασία και κατασπάραξη για να πετύχεις ένα τόσο δα μπουκετάκι.
Σιγά μην τις περιμέναμε να μας θυμίσουν τι είναι δώρο. Μην περιμέναμε να μας κάνουν αυτές την καρδιά ρόιδο. Ρόιδο ανοιγμένο στα δυο, στα δέκα, στα χίλια κομμάτια.
Να έρθουν να μας πουν ότι «το δώρο για να είναι, θέλει τη σκέψη του, την άπλα του, τη φαντασία του, την τρίπλα τη μεγάλη». Ακούς εκεί το δώρο είναι «άλλη ήπειρος»!
Μπράβο. 
Τι να κάνουμε όμως. Έτσι είναι. Αλλά το ξέρω εγώ το πάθημα, το έχουμε πάθει όλοι. Την παγωνιά θυμόμαστε, την άρνηση, το ψέμα.

Έλα, γιορτές αρχίζουν, έρχονται. Υπάρχει και Θεός. Θυμήσου μια ζέστη, μια κατάφαση, μια αλήθεια. Θυμήσου ένα δώρο- δώρο αληθινό, να μου το χαρίσεις. Έτσι δεν είναι; Τι παρέα είμαστε; Τι αγάπη μας δένει;
Θέλω να μου κάνεις δώρο κάτι στέρεο, όμορφο, λαμπερό. Θέλω ένα μπουκέτο για όλα τα ανθοδοχεία, για όλα τα χέρια, για όλες τις αγκαλιές. Τι σε νοιάζει εσένα αν και πού θα το χαρίσω; Ακόμα καλύτερα. Ας περνάει η ομορφιά από χέρι σε χέρι. Αυτό δεν είναι η γιορτή; Ας γίνει. Ας προσπαθήσουμε. Θέλεις να πάμε σ’ ένα καφενείο; Θέλεις να πάμε να φάμε κάτι να σου φτιάξει το κέφι; Θέλεις ψάρι; Κρασάκι λευκό; Θες να φωνάξουμε τον Ιησού Χριστό να τα ευλογήσει, να σου κάνει το ένα ψαράκι χίλια και το νερό κρασί; Αρκεί να μ’ αγαπάς λίγο. Να πιστεύεις. Όχι μόνο λόγια, κλάψα, τσιγάρο και φαγούρα. Θέλω δώρο. Τώρα να σε δω. Τα έργα σου.
Μην πας σε κανένα ανθοπωλείο και μου φέρεις αυτά τα διπλωμένα με χρυσόχαρτα. Θέλω να μπεις στον κήπο, να πηδήξεις τη μάντρα, να ημερώσεις τον Κέρβερο και να μαζέψεις με τα παγωμένα σου δάχτυλα λουλούδια που ευωδιάζουν, αρώματα που σε κάνουν να λιποθυμάς.

Να ταιριάξεις κρύο με ζέστη, ανατολή με δύση, χειμώνα με καλοκαίρι. Έχεις; Μπορείς;
Να σε δω πώς θα τα δέσεις. Πού θα βρεις χλωρασιές, πώς θα τις ισιώσεις, πώς θα τις περάσεις στη μέση σου. Αυτά είναι τα δύσκολα. Κράτα τα λεφτά σου. Θα σου χρειαστούν για άλλα πράγματα. Εδώ δε θέλει χρήματα, θέλει φρονήματα. Αισθήματα. Μην πας πάλι και γεμίσεις τις τσάντες στα μαγαζιά, εκεί όπου σε κοροϊδεύουν οι μάγκες κι εσύ τους παίρνεις σοβαρά.
Μη σκεφτείς πάλι τα χρόνια που δεν είχες, που δεν είχαμε στον ήλιο μοίρα και σε πιάσουν οι γενναιοδωρίες και τα αναδρομικά. Είναι αστείο. Το δώρο θέλει το μέτρο του. Θέλει το λίγο του για να μεγαλώσει. Και να γίνει. Αν τα καταφέρει. Έτσι είναι.

Αλλά και τίποτα να μη φέρεις, πρέπει να ξέρεις, εγώ χαίρομαι που έρχεσαι. Είσαι δώρο. Έτσι που φτάνεις μέσα απ τα χρόνια και τα χιόνια, φουσκώνει η τσέπη σου, η λέξη σου, η κουβέντα σου, το χαμόγελό σου, τρίζει  η πατούσα σου. Ακόμα και ο τρόπος που καπνίζεις, που ξεφυσάς τον καπνό, – εντάξει ζαλίζει λίγο, δε λέω- είναι αέρας, σύννεφο, νεφέλη, συγγνώμη που φέρνει, κατεβάζει τη μικρή, την πρώτη μας αγάπη, αυτήν με το τριαντάφυλλο στο στόμα, τους στίχους του σωστούς, τους γνωστικούς, που τόσο αστόχαστα δώσαμε, θυσιάσαμε για το ταξίδι μας, το πλάνο το απατηλό. Αυτό κι αν είναι δώρο. Δίκοπο. Μεγάλο. Ανεκτίμητο.
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News