Περπατούσε στις μύτες των ποδιών της στην καυτή άμμο. Τα δάχτυλά της καίγονταν και η ισορροπία της μαζί. Πλάκα είχε σαν την έβλεπες από μακριά. Το ελαφρύ αεράκι σκορπούσε τις τούφες των μαλλιών της σ’ όλα τα σημεία. «Μα πόσο λεπτή τρίχα, πια!», γκρίνιαζε από μέσα της. Κι εκείνο το λαστιχάκι στον αριστερό καρπό της, στον «καρπό της καρδιάς» της όπως της άρεσε να καυχιέται, δεν ήταν για τέτοια ταπεινή χρήση. Άφηνε τα μαλλιά στην τύχη τους. Πάντα έτσι έκανε…
Η παραλία ήταν σχεδόν άδεια. Σχεδόν άδεια ίσον άδεια, για εκείνη. Φορούσε τα άσπρα της ακουστικά στα αυτιά και σε ένταση τόση που να μην ακούει ούτε για λίγο την ανυπόφορη δική της φωνή, τραγουδούσε αυτό. Και σαν έφτανε στο τέλος το τραγούδι, το ξανάβαζε απ’ την αρχή. Το ζούσε η χαζούλα. Έκανε πιρουέτες και γκριμάτσες ερωτευμένου κοριτσόπουλου στους χρόνους του ανυπόφορου ρομαντισμού. Φανταζόταν τον εαυτό της μέσα σε φορέματα απ’ αυτά της εποχής, με τα βαριά υφάσματα και τα φουρό και τις ουρές, να ανταμώνει τον αντίστοιχα ντυμένο… σούρουπο, την ώρα που τα στόματα –όπως και τα κουνούπια- είναι λαίμαργα. Ζεστάθηκε στη σκέψη των τόσων υφασμάτων. Δίψασε. Εκείνη την ώρα μια σφήκα κόλλησε πάνω στο lip gloss της. Αλλεργική καθώς είναι στα έντομα τρόμαξε, τα πέλματά της πάτησαν για τα καλά στην καυτή την άμμο. Τινάχτηκε στον αέρα, μπέρδεψε τα μπουτάκια της για να προσγειωθεί μπρούμυτα. «Μεγάλη ταλαιπωρία», σκέφτηκε η σφήκα και πέταξε μακριά.
Τα μαλλιά της έγιναν ένα με το χρώμα της άμμου. Στηρίχτηκε στους αγκώνες των χεριών της που τσουρουφλίζονταν για να ανασηκώσει απ’ το έδαφος την γυμνή της κοιλιά. Τι το ’θελε το κοντό μπλουζάκι; Χάζεψε σ’ ένα σπασμένο γυαλί τη σκονισμένη μούρη της. «Ωραίες οι βλεφαρίδες πασπαλισμένες με άμμο! Η μύτη όχι τόσο… Τα χείλη τρέλα!» Έφτυσε την τσίχλα της, με όλη της τη δύναμη. «Fuck, πρέπει να έφαγα και άμμο», μουρμούρισε. Ένα «άουτς» ακούστηκε και τότε είδε έναν αστερία να ξεκολλάει αηδιασμένος τη φτυμένη τσίχλα από πάνω του. Γούρλωσε τα μάτια της και έμεινε με το στόμα ανοιχτό σαν χάνος. Ο αστερίας με τα πέντε του ποδαράκια έκανε να την πλησιάσει. Εκείνη τρόμαξε και οκλαδόν όπως καθόταν τραβήχτηκε πιο πίσω. Όμως αυτός ως πιο μικρός ήταν πιο γρήγορος…
Πρόταξε τον μικρό του βραχίονα και της πρόσφερε πίσω την τσίχλα της λέγοντας «Ορίστε, ωραία μου κυρία». Συνοφρυωμένη σαν επιφυλακτική αν και στην αλήθεια χαμένα τα’χε του είπε: «Μα πώς;» Ο αστερίας πλησίασε κι άλλο. Ανέβηκε πάνω στον αστράγαλο της για να πάρει ύψος. Εκείνη άρχισε να ουρλιάζει και να κουνάει μανιασμένα το πόδι της. Ο αστερίας έχασε την ισορροπία του και έπεσε ανάσκελα. Έμεινε ακίνητος σαν λιπόθυμος για αρκετή ώρα. Εκείνη συνέχισε να κάθεται με γουρλωμένα μάτια και να τον κοιτάζει με απορία αν και αυτός δεν αντιδρούσε. «Τον σκότωσα, δεν αναπνέει», σκέφτηκε και έσκυψε από πάνω του. Της πέρασε απ’ το μυαλό να τον πάρει μαζί της ως διακοσμητικό. Θα τον έβαζε δίπλα στον ιππόκαμπο που της χάρισε ο μπαμπάς της. Η γνωριμία τους όμως ήταν τέτοια που δεν θα της επέτρεπε να του δώσει τέτοιο τέλος. Χωρίς να σκεφτεί πολύ τον άρπαξε και έκανε να τον πετάξει στη θάλασσα. «Εεεεεεεεε, σιγά κοπελιά! Θα βραχούν τα ακουστικά», της φώναξε ο αστερίας. Τον έφερε κοντά της και τότε τον είδε να φοράει τα άσπρα της ακουστικά. Πήρε το ένα, το έβαλε στο αφτί της και ανακάλυψε ότι το τραγούδι έπαιζε ακόμα. Του το ξαναφόρεσε και άρχισε να βρίζει την ώρα και τη στιγμή και τη σφήκα και την καυτή την άμμο, νομίζοντας πως αυτός δεν ακούει.
«Μα, πώς γίνεται να λες τέτοιες λέξεις εσύ που μου έβαλες στ’ αυτιά αυτό το τραγούδι;»
«Βλάκα, ανόητε, φάντασμα αστερία, δεν το έβαλα για σενα. Το άκουγα πριν πέσω κάτω, πριν εκσφενδονισθούν τα ωραία μου ακουστικάκια στα φανταστικά αφτιά σου»
«Κοπελιά το τραγούδι είναι για μένα. Είμαι το τυχερό σου αστέρι και επιτέλους το παραδέχεσαι»
«Ένας βλάκας είσαι. Βλάκα»
«Πού ξέρεις ότι είμαι αγόρι;»
«Ε;»
«Μην ψαρώνεις. Αγόρι είμαι! Θα μου χαρίσεις το ονοματάκι σου; Τι γλυκά που νευριάζεις!»
«Τι θες από μένα; Πώς γίνεται να μιλάμε οι δυο μας;»
«Κανονικά…»
«Μα αφού δεν γίνεται να μιλάμε εμείς. Εσύ είσαι άλλος.»
«Άλλος ήμουν μέχρι να πέσεις στα πόδια μου. Τόση παραλία, σ’ εμένα δίπλα διάλεξες να πέσεις… Και μου φόρεσες τάχα τυχαία τα ακουστικά, δήθεν άθελά σου σ’ αυτό το τραγούδι. Πολλές συμπτώσεις. Δε νομίζεις;»
Εκείνη σταμάτησε να μιλάει. Έμεινε σιωπηλή για κανένα τέταρτο. Σηκώθηκε να φύγει. Τότε εκείνος μπλέχτηκε στα δάχτυλα των ποδιών της και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έδειχναν ότι το εννοούσε. Δεν θα την άφηνε να φύγει. Εκείνη τότε αναστέναξε βαριά και ξανακάθισε κάτω.
«Τι μπορώ να κάνω για σένα;»
«Πάρε με μαζί σου φεύγοντας… »
«Αν σε πάρω μαζί μου δε θ’ αντέξεις. Θα πεθάνεις σε ξένο περιβάλλον. Θα έχω διαπράξει οικολογικό έγκλημα. Αμελητέας σημασίας αλλά δεν είμαι για τέτοια.»
«Δε θα μ’ αφήσεις να πεθάνω»
«Δεν εξαρτάται από εμένα.»
«Θέλω να δω μαζί σου τα φώτα της πόλης.»
Του χαμογέλασε και τον πήρε μαζί της. Δεν αποκλείεται να την πήρε κι αυτός μαζί του. Στο δρόμο για τα φώτα της πόλης, μαγικά και οι δυο αναρωτιόνταν ποιος απ’ τους δυο ήταν τελικά ο αστερίας…
ΥΓ: Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή και θέλω να μου πείτε ότι το πιστεύετε αυτό. Μέχρι να ξεμακρύνουν για τα καλά, τους άκουγα να μιλάνε…
-Το αγαπημένο μου συγκρότημα είναι οι tindersticks
-Κάτω απ’ το νερό όλα δείχνουν απόκοσμα. Τρεμοπαίζουν σαν να είναι η Γη σε διαρκή σεισμό. Άραγε αυτό σας κάνει πιο συναισθηματικούς εσάς τους ανθρώπους;
-Θα σε πάω στο καλύτερο κινέζικο της πόλης. Δηλαδή στη βεράντα μου.
-Είμαι καρχαρίας με ωροσκόπο χταπόδι.
-Ο σκύλος μου θα σε συμπαθήσει με τον καιρό… αν δεν σε φάει ως τότε.
-Μικρός ήθελα να γίνω πειρατής. Άλλαξαν τα σχέδια. Τα σχέδια είναι για να αλλάζουν έτσι κι αλλιώς.
-Απολαμβάνω να μιλάω μαζί σου. Είσαι ο μόνος που με καταλαβαίνει.
-Πού πάμε;
-Μμμμμ, δεν έχω ώρα πάνω μου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News