419
|

Δεν έχεις παιδιά, ποτέ δεν είχες

Οδυσσέας Ιωάννου Οδυσσέας Ιωάννου 16 Δεκεμβρίου 2013, 00:19

Δεν έχεις παιδιά, ποτέ δεν είχες

Οδυσσέας Ιωάννου Οδυσσέας Ιωάννου 16 Δεκεμβρίου 2013, 00:19

Ξύπνησα απότομα χαράματα. Τον είδα να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Παρακάμπτω όλη τη διαδρομή του φόβου, της έκπληξης, της περιέργειας, των επίμονων ερωτήσεων -ποιος είσαι, πώς βρέθηκες εδώ- που δεν απάντησε, της αποδοχής. Είχε ανάψει τσιγάρο. Κάθε λίγο σηκωνόταν και φυσούσε τον καπνό έξω, από τη σκασμένη μπαλκονόπορτα

– Γιατί φυσάς τον καπνό έξω; τον ρώτησα.
– Είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω για να ζεστάνω τον κόσμο. Έχει χιονιά. Λοιπόν, φίλε -συνέχισε καπνίζοντας- δεν ξέρεις από τι βράδυ σε γλίτωσα. Δεν έχεις ιδέα από τι σώθηκες. Δεν θυμάσαι τίποτα;
– Τίποτα. Ή μάλλον θυμάμαι πως βγήκα με φίλους, δεν ήπια -δεν πίνω- γύρισα σπίτι και κοιμήθηκα.
– Κι αυτό πού το έπαθες; με ρώτησε καρφώνοντας τα μάτια του στο δεξί μου χέρι. Χτυπημένο, γδαρμένο στον αγκώνα, μώλωπες στο μπράτσο, και κάτι άστατες, λεπτές γραμμές αίματος σε όλο το μήκος. Ένιωσα κρύο.
– Δεν θυμάμαι τίποτα, πρέπει να πάω κάπου να το κοιτάξουν, να πάρω και στη δουλειά…
– Δεν έχεις δουλειά.

Απόλυτος, στακάτος και σίγουρος. Δεν το συνέχισα. Δεν το γούσταρα καθόλου το παιχνίδι του.

– Μπορείς να φύγεις, σε παρακαλώ; θα ξυπνήσουν τα παιδιά και θα τρομάξουν.
– Δεν έχεις παιδιά.
– Κοίτα, του είπα, δεν έχω διάθεση για τέτοια. Θα τηλεφωνήσω στους φίλους που ήμασταν μαζί χθες, κάτι θα θυμούνται.
– Ποιους φίλους; Θυμάσαι κανέναν; Τι με κοιτάς; Θυμάσαι έστω κι ένα όνομα; Πες το μου! Δεν υπάρχει κανένας φίλος, μόνος ήσουν όλο το βράδυ. Και το χέρι σου, μόνος σου το χτύπησες. Αν δεν σε σταματούσα θα μας χώριζε μάρμαρο τώρα.

Κατάπινα κόμπους, άκουγα μία τίγρη παγιδευμένη στο στομάχι, σαν χάμστερ στη ρόδα, δεν ένιωθα τα πόδια μου από τα γόνατα και κάτω. Παγωνιά. Έρημος. Έκλεισα τα μάτια με δύναμη. Με κατάλαβε.

-Μην το κάνεις αυτό. Δεν είναι όνειρο. Όνειρο είναι εκείνα που νομίζεις πως έχεις, όχι αυτό.

Έψαχνα για κάμερες στο δωμάτιο. Σε τι γαμημένο πείραμα παίρνω μέρος; Έτρεξα στο δωμάτιο των παιδιών. Θα δω τα κρεβατάκια τους και θα τον στείλω στο διάολο τον πούστη! Κούτες! Μόνο κούτες σφραγισμένες με μονωτική ταινία. Με είχε ακολουθήσει.

-Ακόμα να ξεπακετάρεις; μου είπε. Πρέπει κάποια στιγμή να το πάρεις απόφαση. Δεν θα είμαι πάντα εδώ να σε γλιτώνω. 

Δεν είχε νόημα να χτυπιέμαι άλλο στα κάγκελα. Ούτε τα καναρίνια δεν αυτοκτονούν έτσι! Παραδόθηκα. Τσιγάρο.

– Εντάξει, κατάλαβα. Τουλάχιστον…Τουλάχιστον δώσε μου τα παιδιά μου. Άφησέ μου κάτι να κρατηθώ, να αρχίσω ξανά.
– Δεν έχεις παιδιά. Ποτέ δεν είχες. Ότι έχεις είναι μέσα στις κούτες. Ξεκίνα.
– Από πού…
– Φύσα έξω τον καπνό σου. Είναι το ελάχιστο που μπορείς να κάνεις για να ζεστάνεις τον κόσμο. Χιονιάς.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News