Δεν μπορεί. Βρισκόμασταν σε κάποιο υπόγειο μπαρ μίας κακόφημης συνοικίας στο Βερολίνο. Χειμώνας. Αργά το βράδυ ή νωρίς το πρωί. Αγνωστοι μεταξύ αγνώστων, πίναμε ένα δυνατό ποτό υπό τους ήχους ενός dj που κουνούσε τα χέρια του και σκορπούσε ήχους παράξενους, δυνατούς και απότομους.
Και όμως, με ένα φτερούγισμα των ματιών όλα γινόντουσαν πιο καθαρά. Δεν ήταν χειμώνας. Αλλωστε όλοι φορούσαμε μαγιό. Και ποιο βράδυ; Ο ήλιος τώρα άρχιζε να κοκκινίζει πριν χαθεί πίσω από τα βουνά. Και απέναντί μου έβλεπα το Γαλαξίδι. Εχει και το Βερολίνο Γαλαξίδι; Ωραία, βρισκόμασταν σε κάποιο όμορφο μαγαζί χαζεύοντας ένα ακόμα πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα. Αργά το απόγευμα. Πάνω από μία γαλήνια θάλασσα που υποδεχόταν στα ζεστά νερά της τους τελευταίους λουόμενους της ημέρας. Ολα ήταν υπέροχα. Ολα; Α ναι, είχαμε και την μουσική υπόκρουση που δεν περιοριζόταν στο «υπό». Ναι, ο dj και οι παράξενοι ήχοι του ήταν πέρα για πέρα πραγματικοί.
Προσπαθώντας να διαχειριστώ αυτό που άκουγα σε συνδυασμό με αυτό που έβλεπα, έβαζα χέρι στον εαυτό μου. «Καλά, εσύ γέρασες πριν ακόμα πιάσεις τα 30». Δεν ήθελα να γκρινιάζω άλλο για τις επιλογές του μαέστρου των ήχων αφού ήδη ένοιωθα ότι είχα αρχίσει να μεταμορφώνομαι σε έναν από τους γέρους του Μάπετ Σόου ή, ακόμα καλύτερα, σε γιαγιά που μπαίνει στο αμάξι του εγγονού και μονολογεί «καλά μουσική είναι αυτή που ακούτε;» Δεν ήθελα να γκρινιάζω άλλο, όμως τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο, η μουσική από το μπιτσόμπαρο έμπαινε προσωρινά σε δεύτερη μοίρα.
Μπιτσόμπαρο. Μία λέξη που σταδιακά μετατράπηκε σε ιό και κάλυψε όλες τις παραλίες της χώρας. Πλέον, κάθε παραλιακό χωριό οφείλει να έχει τουλάχιστον ένα μπιτσόμπαρο και ένα προποτζίδικο. Τα σπίτια έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Προφανώς, δεν με ενοχλούν τα παραλιακά μαγαζιά που προσφέρουν κρύο καφέ και μία θέση κάτω από την ομπρέλα. Το θέμα όμως είναι ότι για κάποιον άγνωστο λόγο, τα περισσότερα παραλιακά μαγαζιά σουπερπαρανταΐζουν ασύστολα, αδιάκοπα και κυρίως μονότονα. Αφήνεις τον Αύγουστο την πετσέτα σου στο όμορφο και ήρεμο μπαράκι δίπλα στη θάλασσα και τον Ιούνιο την ψάχνεις κάτω από μπουκάλια μπερλβεντέρε και ηχεία που βαράνε όπως βαρούν τα σίδερα.
Ολη αυτή η τάση, νομίζω κρύβει μέσα της ένα μεγάλο μέρος της παθογένειας του λατρεμένου(;) έλληνα αρχοντοχωριάτη. «Μπορεί να μην είμαι στη Μύκονο αλλά θα φέρω τη Μύκονο στο εξωτικό Δήλεσι». «Μπορεί να μην έρχεται στο μαγαζί μου η Μπέλα Χαντίντ όμως η Μαριώ από το χωριό είναι μπέλα και αν δυναμώσω λίγο ακόμα τη μουσική, θα σκάσει με ψηλοτάκουνο στο βότσαλο και θα πεθάνουν από τη ζήλια τους οι οχθροί μου».
Από νωρίς το μεσημέρι, τα περισσότερα παραλιακά μαγαζιά νοιώθουν την ιερή υποχρέωση να δυναμώσουν τέρμα τη μουσική και να δημιουργήσουν κλίμα αχαλίνωτου και ξέφρενου πάρτι με ήχους που μπλέκουν -στην καλύτερη- το καρναβάλι με τον Πασχάλη. «Ετσι το γλεντάμε εμείς στα Καμένα Βούρλα Φθιώτιδας. Ποια Ψαρρού μωρέ και μαλακίες;»
Στις ξαπλώστρες μαγαζιού κάποιου ταπεινού παραλιακού θερέτρου που βρέχεται από τον τιμημένο Κορινθιακό, έζησα και την πιο σπουδαία στιγμή ελληνικού μπιτσόμπαρου. Ενώ λοιπόν, ο ήλιος ετοιμαζόταν να μας αφήσει μια και καλή και εγώ προσπαθούσα να διαχειριστώ το γεγονός ότι η άδεια θα τελείωνε, εμφανίστηκε μπροστά στα υγρά από το θαλασσινό νερό μάτια μου, μία νεαρή με ψηλά τακούνια και ανάλογο ντύσιμο–βάψιμο και άρχισε να παίζει βιολί. Ο αισθησιακός χορός της υπό τα έκπληκτα μάτια των λουόμενων ολοκλήρωναν ένα υπέροχα σουρεάλ σκηνικό. Και εγώ ήδη ένιωθα λίγο καλύτερα που η άδειά μου έσβηνε μαζί με το φως του ήλιου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News