Βρέχει. Μα δεν βλέπεις πόσο άλλοι είμαστε κάτω απ’ την ίδια βροχή; Μένω. Το βάζεις στα πόδια. Δείχνω βλαμμένη; Είμαι. Και; Τώρα είναι που σηκώνεις τους ώμους σου σαν να μη σε νοιάζει. Κάντο εσύ. Οι δικοί μου ώμοι είναι ασήκωτοι. Βρεγμένοι. Ασήκωτοι.
Σε κοιτάζω να τινάζεις τα νερά από πάνω σου λίγο πιο φοβισμένα απ’ ότι τινάζεται το σκυλί μου μετά το μπάνιο και τρέμω. Πας καλά; Νερό είναι. Δεν έχει τίποτα από μένα που να θες να πετάξεις από πάνω σου. Μοιάζεις απόκοσμος. Είσαι;
Έλιωσε η μάσκαρα στις βλεφαρίδες μου. Μην τη σκουπίζεις. Θα σου φάω τα δάχτυλα.
Η βροχή δυναμώνει. Θα’ ρθεις;
Όπλισε. Το κόκκινο φωτάκι στο δόξα πατρί του εσταυρωμένου μου, παρακαλά να μην αστοχήσεις.
*Οι σκέψεις μου το πρωί της Τρίτης όταν έβγαζα αυτή τη φωτογραφία. Και ο ήχος ήταν έτσι αταίριαστος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News