-Πάει καιρός που κοιμάμαι από το μέρος της καρδιάς, την κούρασα. Δεν φρόντισα να βάλω κουταλάκι μέσα στο φλιτζάνι της, πριν ρίξω το νερό από τον βραστήρα. Ράγισα. Τώρα λέω να φυτέψω ένα λουλούδι μέσα στο στόμα μου. Δεν θέλω να βγω στον κόσμο με την παλάμη της πικρίας ανοιχτή, προτεταμένη.
-Πετρόπουλε δεν κατάλαβα τίποτα.
-Αυτό είναι!
Κάθονταν και μιλούσαν στο μπαλκόνι του σπιτιού, κοιτάζοντας το λιμάνι και τις γκρεμισμένες αποθήκες, ο ένας στον καφέ και ο άλλος στο τσάι. Χρόνια τώρα πορεύονται μαζί σε προκεχωρημένα φυλάκια, σε ορεινά εργοτάξια, σε βουλιαγμένους ταρσανάδες, ο ένας στις εξωτερικές δουλειές, ο άλλος κλεισμένος μέσα, ακριβοθώρητος και φοβισμένος, να επιλέγει, να διαλέγει γήπεδα, να απορρίπτει προτάσεις, να αποδέχεται, να ζυγίζει, να κόβει, να ράβει, να σχεδιάζει την ταχτική, τα λάθη, τα σωστά, να βγάζει τις διανομές, τις διατακτικές, να αποφασίζει, και ο άλλος να τρέχει σαν την άδικη κατάρα, σαν τρελός και σαν δαιμονισμένος με το παπάκι του, δεξιά και αριστερά, courier, πλασιέ, εκπρόσωπος και ταχυδρόμος, να φέρει στο τραπέζι τα απαραίτητα. Ο ένας στο σαλόνι του και ο άλλος στο τιμόνι του.
Αυτός του δρόμου να ματώνει, να σκοτώνεται, να πέφτει, να σηκώνεται, να λερώνεται, να τσακώνεται, να γίνεται αλήτης και εριστικός, να μπλέκει με απίθανους και άσχετους, να αρρωσταίνει και να χάνεται, και ο άλλος με διαβήτες και υποδεκάμετρα κανόνες να ορίζει.
Να έρχεται βρεγμένος και σκασμένος απ' τα γήπεδα, απ' τα στημένα και τα αχώνευτα, να παίρνει, να φορτώνεται και να χρεώνεται στην πλάτη του όλες τις αμαρτίες και τα κρίματα, και ο άλλος με την άποψη, το κήρυγμα και την απόφαση την κάθετη, την καθαρή και την απόλυτη.
-Ο αχινός είναι καλός άνθρωπος, ήσυχος σαν το φίδι, δεν σε πειράζει, δεν σε αγκυλώνει αν δεν τον πατήσεις, ζει σε καθαρά νερά, αποφεύγει τα θολά και τα ακάθαρτα, προτιμά τα διαυγή και τα κρυστάλλινα, τα καταγάλανα.
-Πετρόπουλε πάλι δεν κατάλαβα τίποτα.
-Αυτό κι αν είναι!!!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News