1444
|

Αλκίνοος: «Οι υποχωρήσεις είναι επικίνδυνες»

Ιωάννα Μπλάτσου Ιωάννα Μπλάτσου 3 Ιουλίου 2013, 00:19

Αλκίνοος: «Οι υποχωρήσεις είναι επικίνδυνες»

Ιωάννα Μπλάτσου Ιωάννα Μπλάτσου 3 Ιουλίου 2013, 00:19

Αν κάτι χαίρομαι στη δουλειά μου, είναι οι ευκαιρίες που μου έχει προσφέρει να γνωρίσω και να συνομιλήσω με πραγματικά αξιόλογους ανθρώπους. Τον Αλκίνοο Ιωαννίδη τον παρακολουθούσα και τον εκτιμούσα εκ του μακρόθεν, απλή θαυμάστρια της μουσικής του. Πριν από έναν μήνα περίπου, τον συνάντησα με αφορμή την αναβίωση της κωμωδίας του Μενάνδρου «Σαμία», σε παραγωγή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου και σκηνοθεσία Εύη Γαβριηλίδη, η οποία θα παιχτεί στην Επίδαυρο στις 19-20 Ιουλίου. Εδώ, ο Αλκίνοος επιστρέφει, μετά από 20 χρόνια, στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Μοσχίονα, τον οποίο είχε υποδυθεί το 1993, στο ξεκίνημα της καριέρας του, έχοντας μόλις αποφοιτήσει από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.

Αμιγώς καλλιτεχνικοί ή και συναισθηματικοί λόγοι -λόγω της πρόσφατης οικονομικής περιπέτειας της Κύπρου, αλλά και της επετείου της επέλασης των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974- σε έκαναν να επιστρέψεις στο θέατρο και σε έναν ρόλο που είχες πρωτοπαίξει πριν από 20 χρόνια;
Σίγουρα υπάρχουν συναισθηματικοί λόγοι, αλλά δεν είναι οι μόνοι. Η παράσταση αυτή υπήρξε ένα κορυφαίο γεγονός στη ζωή μου, που ήρθε πολύ νωρίς. Είναι ένα μεγάλο δώρο, που μου ξαναδίνεται μετά από δύο δεκαετίες. Μια παράσταση όλο λεπτότητα, γέλιο, ομορφιά και δροσιά. Φέρνει ένα επίπεδο, ένα ήθος και μια χάρη που βρίσκουμε σπάνια στην κωμωδία. Όλο αυτό ξεκινά από τον Μένανδρο, περνά από τη μοναδική, πανέμορφη μετάφραση του ποιητή Γιάννη Βαρβέρη, όπως και από τη σκηνοθεσία του Εύη Γαβριηλίδη, και φτάνει, μέσω των ηθοποιών και των άλλων συντελεστών, στον θεατή, με μια φρεσκάδα αιώνια, με μια χαρά της ζωής αδιαπραγμάτευτη. Το γεγονός πως συναντιέμαι ξανά με τους περισσότερους εν ζωή συντελεστές, ανθρώπους που αγαπώ και θαυμάζω απεριόριστα, στους ίδιους ρόλους, στην ίδια παράσταση, «μετά 20 έτη», είναι σημαντικό για τη ζωή μου, αλλά -ελπίζω- και για το κοινό, που θα έχει την ευκαιρία να δει ή να ξαναδεί μια από τις (όπως την ονομάζουν) σημαντικότερες παραστάσεις στην ιστορία του Φεστιβάλ Επιδαύρου. Η συμμετοχή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου στο Φεστιβάλ, σε μια περίοδο εξαιρετικά κρίσιμη για την Κύπρο -και, μάλιστα, ακριβώς στην επέτειο της τουρκικής εισβολής- δίνει ίσως ένα άλλο βάρος στην όλη υπόθεση. Χωρίς όμως το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, δεν θα σήμαινε τίποτε.

Τα δημοσιεύματα στην Κύπρο, σε σχέση με την τωρινή οικονομική κατάσταση της χώρας, έγραφαν για μία «νέα, μη ένστολη επέλαση στο νησί». Πώς βίωσες εσύ τα πρόσφατα πολιτικά-οικονομικά γεγονότα στην ιδιαίτερη πατρίδα σου;
Έχουμε ζήσει και χειρότερα. Και όλοι ξέρουμε πως έρχονται κι άλλα… Θαύμασα πάντως τους ανθρώπους, τον τρόπο που στάθηκαν και στέκονται ο ένας δίπλα στον άλλο. Η Κύπρος είναι ένας τόπος ασήμαντα μικρός, που χωράει τεράστιες ποσότητες τραγωδίας. Πού χώρεσε τόση Ιστορία σε μια χούφτα γη; Αναρωτιέμαι συχνά… Σπάνια μας επιτράπηκε, μέσα στους αιώνες, η ξεγνοιασιά. Και, όποτε, τελείως παράλογα, νομίσαμε πως τη δικαιούμαστε, την πατήσαμε. Δεν ξέρουμε να τη διαχειριστούμε, να την εκμεταλλευτούμε, προετοιμαζόμενοι για τα επόμενα δύσκολα. Στα δύσκολα, όσο και να φοβάμαι, μας εμπιστεύομαι. Στα εύκολα την πατάμε. Θεωρούμε αυτονόητη την ύπαρξή μας, ενώ μάλλον δεν είναι. Είμαστε μια μπουκιά μέσα σε σαγόνια έτοιμα να κλείσουν. Χώρες, κατακτητές, εταιρείες, έμποροι, αγορές, τραπεζίτες, κεφαλαιοκράτες, αποικιοκράτες, υποψήφιοι μαστροποί, εγχώριοι και εισαγόμενοι, είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να ορμήξουν. Αν συνυπολογίσει κανείς και τη δική μας ανοησία, τα δικά μας τεράστια λάθη, τις δικές μας αδικίες, μόνο σαν θαύμα μπορώ να δεχτώ το γεγονός ότι είμαστε ακόμη εδώ και συζητάμε για το μέλλον. Το ότι τα καταφέραμε να υπάρχουμε μέχρι σήμερα, έστω και κουτσουρεμένοι, μοιρασμένοι, κουρεμένοι, γελασμένοι, ηρωικοί, πένθιμοι και συχνά αποβλακωμένοι, είναι ένα θαύμα που δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένο. Η συντήρηση του θαύματος θέλει συνεχή επαγρύπνηση, αυτοέλεγχο, αξιοπρέπεια, συνείδηση, όνειρο, πίστη, ελπίδα και αγώνα. Και βαθιά αγωνία για τον πλησίον. Και αυτά τα στοιχεία, τα βλέπω να ξυπνάνε στον κάθε πολίτη. Βέβαια, λείπω 23 χρόνια από το νησί. Ίσως λοιπόν η νοσταλγία να μου δημιουργεί παραισθήσεις, ίσως να μην είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Πάντως, σωστά ή λανθασμένα, έτσι τα βλέπω.

Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, στην υπάρχουσα πολιτική-κοινωνική-οικονομική-πολιτιστική συνθήκη, τι σε θυμώνει και τι σου δίνει ελπίδα;
Είμαι μισός Ελλαδίτης και μισός Ελληνο-Κύπριος. Μισός Βαλκάνιος και μισός Μεσανατολίτης. Οι Κύπριοι, πολιτικά τουλάχιστον, έχουμε ελάχιστες επιλογές. Εδώ, στην Ελλάδα, έχουμε περισσότερες, αλλά είμαστε πιο μπερδεμένοι. Γεννιούνται συλλογικότητες σημαντικές στην Ελλάδα, άνθρωποι θυσιάζουν πολλά για τον συνάνθρωπο, αγωνίζονται για τα μικρά και τα μεγάλα, παλεύουν τον εαυτό τους, την εποχή, τις συνθήκες, ονειρεύονται και πράττουν. Όλο και περισσότερο, όλο και περισσότεροι. Παρ’ όλα αυτά, η πλειονότητα του κόσμου εξακολουθούμε να ζούμε απομονωμένοι, κάνοντας ελάχιστα ώστε να προχωρήσει ο κόσμος μπροστά. Έχουμε βία μέσα μας. Εκφράζεται ακόμη και στα σχόλια των αναγνωστών, κάτω από ειδήσεις άσχετες, στα διάφορα σάιτ. Και, όποιος βγει να πει την αλήθεια του, σωστή ή λανθασμένη, πρέπει να είναι έτοιμος να δεχτεί μια αντίδραση ισοπεδωτική, μια μπουλντόζα μίσους, μια ακύρωση, που δεν σηκώνει συζήτηση.

Τι συνιστά νέα πολιτική πρόταση για σένα σήμερα;
Η νέα πολιτική πρόταση θα προκύψει από τις ανάγκες της κοινωνίας, όπως πάντοτε προκύπτει και η σπουδαία τέχνη όταν η κοινωνία είναι έτοιμη να τη γεννήσει και να τη δεχτεί. Δεν γίνονται όλα σε μια μέρα, ούτε σε τρία χρόνια. Το κάθε τι θέλει το χρόνο του. Ελπίζω ο χρόνος αυτός να έρθει σύντομα και να είμαστε έτοιμοι να προχωρήσουμε ατομικά και συλλογικά στο καινούργιο. Με τόλμη και με θυσίες. Όχι με υποχωρήσεις, όπως κάνουμε, κυβερνήσεις και λαός, τα τελευταία χρόνια. Οι υποχωρήσεις είναι επικίνδυνες. Τις θυσίες τις κάνει κανείς και τις χαίρεται.

Μέσα σε αυτό το προβληματικό κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, που συνιστά τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, εσύ με τη γυναίκα σου μεγαλώνετε τρία παιδιά. Τι φοβάσαι για το παρόν και το μέλλον τους;
Φοβάμαι τη μιζέρια, την ψευδαίσθηση και τη βολή της ανημπόριας, την αδιαφορία, την πνευματική φτώχια, τη μαγκιά ως αισθητική πρόταση, την ανευθυνότητα, τη μοιρολατρία. Όπως και το μίσος, που παρουσιάζεται σαν λύση στα προβλήματα και όχι σαν αιτία προβλημάτων.

Τι θα ήθελες να έχουν πάρει τα παιδιά σου από τη γονεϊκή εστία, ώστε, όταν ενηλικιωθούν, να προχωρήσουν μόνα τους στη ζωή;
Αγάπη. Και μετά, χαρά, φαντασία, γνώση και δύναμη. Αξιοπρέπεια και ελευθερία. Και τη δυνατότητα να συνεργάζονται.

Ποιες μνήμες από την παιδική σου ηλικία είναι νωπές μέχρι σήμερα μέσα σου;
Οι πρώτες καθαρές, πεντακάθαρες αναμνήσεις μου, είναι το πραξικόπημα και η εισβολή. Και άλλες, τυλιγμένες στη μαγεία των πρώτων χρόνων του ανθρώπου: η μητέρα μου να επιστρέφει όμορφη και γελαστή από τη δουλειά, ο πατέρας μου να ζωγραφίζει. Η μουσική από το πικάπ να ακούγεται στην αυλή, Κυριακή πρωί με ήλιο. Η δύσκολη σχέση των γονιών μου. Η βαθιά επίγνωση πως κανείς τους δεν φταίει. Η -μέχρι σήμερα- βεβαιότητα πως είναι οι καλύτεροι γονείς του κόσμου. Η απέραντη χαρά να έχω για αδερφό τον αδερφό μου.

Κάνοντας ένα rewind στο χρόνο, τι κράτησες και τι άφησες πίσω σου, σε σχέση με τον μικρό Αλκίνοο, στο δρόμο προς την ενηλικίωση;
Σαν παιδί, είχα, ή νομίζω πως είχα, ανησυχίες τρομακτικές, τάσεις καταστροφικές, δυνατότητες επικίνδυνες. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου το κάθε τι σήμαινε πολλά πράγματα και όχι ένα. Πολύ συνειδητά λοιπόν, για να αυτοπροστατευτώ, διάλεξα από νωρίς να είμαι mainstream, έστω και με τον τρόπο μου. Όχι για να περιοριστώ, αλλά για να ελευθερωθώ. Ήξερα να πετώ, έπασχα όμως στην προσγείωση. Ήμουν κατασκευασμένος για να φάω τα μούτρα μου.

Πρόσφατα, πότε συγκινήθηκες ή απογοητεύτηκες με ένα τραγούδι, μία ταινία, μία παράσταση, ένα βιβλίο;
Η τελευταία φορά που συγκινήθηκα ήταν το χειμώνα, όταν ο Κουρεντζής διηύθηνε τη ρώσικη ορχήστρα του, τη Μούζικα Ετέρνα, σε έργα Σοστακόβιτς και Ραχμάνινωφ στο Μέγαρο Μουσικής, σε μια συναυλία-εμπειρία. Με απογοήτευσε την αμέσως επόμενη ημέρα, στον ίδιο χώρο, η Φιλαρμονική της Βιέννης. Τέτοια τετράγωνη, κυριλέ, άψυχη απόδοση, τέτοια μουσική χωρίς μουσική, δεν ξανάκουσα. Πάντως, η αλήθεια είναι πως τίποτα, καμία ταινία, κανένα βιβλίο, καμία παράσταση δεν με συγκινεί το τελευταίο διάστημα τόσο, όσο ένα τραγούδι του Βαμβακάρη ή του Τσιτσάνη. Προτιμώ, από το να τρέχω από το χωριό μου στην Αθήνα για να δω το οτιδήποτε, να ακούσω μια ώρα ρεμπέτικα ή να τα παίξω ο ίδιος στο τρίχορδο. Αυτή είναι η προσευχή μου, τελευταίως.

Πώς είναι η ζωή σου στην ελληνική περιφέρεια; Με τι περνάς το χρόνο σου πέρα από τις καλλιτεχνικές σου ενασχολήσεις;
Όταν είμαι στο σπίτι, ασχολούμαι σχεδόν αποκλειστικά με τα παιδιά και τη μουσική. Φροντίζω τα του σπιτιού, βέβαια, όσο μπορώ. Κόβω ξύλα, βάζω πλυντήρια, σκάβω, φυτεύω, κλαδεύω, καθαρίζω τη σόμπα. Καμιά φορά, αν πράγματι χρειάζεται, μαστορεύω. Είμαι όμως άτσαλος, τα κάνω όλα με μανία. Σακατεύομαι, γδέρνομαι, γεμίζω πληγές, κόβω τα δάχτυλά μου, μαυρίζω τα νύχια μου με σφυριά κι ύστερα δυσκολεύομαι να παίξω κιθάρα στις συναυλίες.

Αν η σύγχρονη Ελλάδα ήταν τραγούδι ή μουσική σύνθεση, ποιο θα ήταν;
Ίσως, από μια άποψη, οι «Ελληνικοί Χοροί» του Σκαλκώτα. Έργο σπουδαίο, ελληνικό στη βάση του, αλλά τόσο γερμανικά αποδοσμένο που παραμένει αταίριαστο, ξένο και άγνωστο στους περισσότερους ανθρώπους αυτού του τόπου.

INFO: Η «Σαμία» θα παιχτεί στην Επίδαυρο 19-20 Ιουλίου (www.greekfestival.gr).

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News