Τον συνάντησα να περιφέρεται έξω από το συσσίτιο στους Άγιους Πάντες, την εκκλησία δίπλα από το σταθμό του Ο.Σ.Ε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν γύρω στις έντεκα και μισή, οι δικαιούχοι είχαν ήδη αρχίσει να σχηματίζουν ουρά στην πίσω πόρτα του ναού. Κρύο τσουχτερό, η θερμοκρασία δεν ξεπερνούσε τους τρεις βαθμούς, οι εισπνοές σου πάγωναν το λαιμό κι οι εκπνοές έμοιαζαν με ψυχές που εξατμίζονται. Με πλησίασε μόνος του, ψαχνόταν για κουβέντα. Χαμογελούσε, ήταν ευδιάθετος. Αν δεν παρατηρήσεις λίγο περισσότερο τους ανθρώπους, από μακριά σου φαίνονται όλοι ίδιοι, μια ενιαία σιλουέτα. Εκείνος δεν έμοιαζε για άστεγος ούτε και για άπορος. Κι όμως, ο εξηντάχρονος γκριζομάλλης, Παναγιώτης Βελκίδης, ζει πάνω από δύο χρόνια δίχως να ξοδεύει χρήματα.
Το ρεύμα στο σπίτι, που κληρονόμησε από τη μητέρα του, το έχουν αναλάβει οι συγγενείς του, το νερό και τα κοινόχρηστα η αδελφή του. Φαγητό προμηθεύεται από το συσσίτιο. Ρούχα δεν χρειάζεται, έχει τέσσερις ντουλάπες γεμάτες από το παρελθόν. Τα φάρμακα που παίρνει καθημερινά, επειδή είναι καταθλιπτικός, του τα χορηγούν οι Γιατροί του κόσμου, καθώς ο ίδιος είναι ανασφάλιστος. Το γκουρμεδιάρικο, για τα δεδομένα της εποχής, εστιατόριο που διατηρούσε από το 1987 στην περιοχή του Παλαιού Ψυχικού (κοντά στο μαιευτήριο Λητώ), έκλεισε το 1999. Ο ιδιοκτήτης του ακινήτου, και συνέταιρος στην επιχείρηση, τον έδιωξε και του πήρε την «Άλγεβρα» μέσα από τα χέρια. Λίγους μήνες αργότερα παθαίνει εγκεφαλικό και το επόμενο καλοκαίρι πεθαίνει η μαμά του. «Παθαίνω» και «πεθαίνω», ένα γράμμα αλλάζει και το νόημα είναι τόσο διαφορετικό.
Μόνο που για το συγκεκριμένο άνθρωπο τίποτα δεν έχει νόημα πια. «Δεν καυλώνω με τη ζωή ρε φίλε, τι δεν καταλαβαίνεις;» θα μου πει και θα με αφήσει ξερό. Οι τσέπες του γαλάζιου του μπουφάν ήταν γεμάτες από γόπες που έβρισκε κάτω. Τσιγάρα της μιας τζούρας κι ούτε, λειψή ευχαρίστηση. Άκουσα την ιστορία από την αρχή. Πέρασε από τη σχολή εμποροπλοιάρχων κι όταν τελείωσε το τουρ στον κόσμο, βαρέθηκε δεύτερη φορά να δει τα ίδια λιμάνια. Σαλπάρισε για τις μπάρες, έγινε μπάρμαν και αγόρασε ένα καλοκαιρινό μαγαζί στη Τζιά. Ένας γνωστός του πουλούσε την επιχείρηση για 200.000 δραχμές. Άφραγκος εκείνος, βρήκε εν μία νυκτί τα λεφτά. Για την ακρίβεια χρειάστηκε 400.000 δραχμές, τα πρώτα τα έχασε στο μπαρμπούτι.
Τα χρήματα που κέρδισε, αποφάσισε να τα επενδύσει στην Άλγεβρα, η οποία για δώδεκα χρόνια φυσούσε. «Οι όρθιοι υπερίσχυαν των καθιστών», μου λέει, κοιτώντας μια γόπα που ήταν λερωμένη από ροζ κραγιόν. Γλέντησε δίχως άλλο τη ζωή του, δεν έχει παράπονο. Αγαπημένη του συνήθεια ήταν οι γυμνές φωτογραφήσεις ανδρών. Μου κλείνει το μάτι, έμμεση ομολογία για τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις του. Ωστόσο, το ΄99 άνοιξε διάπλατα η κερκόπορτα της καταστροφής. Τον πήρε από κάτω, σε δυο χρόνια σμπαραλιάστηκαν τα πάντα. Κι όχι από κακοδιαχείριση. Προσπάθησε να συνεχίσει, γύρισε στα παλιά του λημέρια, στη Τζιά. Τα μπαράκια του δεν τράβηξαν, έχασε τις τελευταίες του αποταμιεύσεις. Τώρα, είναι σε καταστολή, ο κατάλογος των χαπιών αρκεί για να τυλίξει σε κόλλα τις ώρες που γλιστράνε μέσα από τα χέρια του.
Φίλους δεν έχει. «Οι κοινωνικές σχέσεις χρειάζονται χρήματα κι εγώ δεν έχω φράγκο», μου εξηγεί. Αντιστέκομαι, του προτείνω να πάμε βόλτα μαζί. Δεν απαιτεί χρήματα το περπάτημα. «Περπατάω και μόνος μου, το θέμα είναι να κάνουμε κάτι που δεν μπορώ μοναχός μου. Π.χ, αν πάμε σινεμά, θέλουμε λεφτά για τα εισιτήρια. Δεν γίνεται να πληρώνεις συνέχεια εσύ», μου αποκρίνεται. Παραδίνομαι στη λογική του, συνεχίζω την κουβέντα. Του αρέσει να κάνει βόλτες στην πόλη, περπατάει στο Θερμαϊκό, χαζεύει τον ήλιο να βουτάει στη θάλασσα. Ζηλεύει. Ισχυρίζεται ότι ως καταθλιπτικός δεν αντέχει το νερό. Δε φοράει τη μασέλα του γιατί δεν μπορεί να την πλύνει. Κάθε φορά που ανοίγει το θερμοσίφωνα, τον πιάνει άγχος. Φαντάζεται το νερό να κυλάει πάνω του κι ανατριχιάζει σαν γάτα. «Αυτό δεν είναι τίποτα, μια γνωστή μου, από τις συγκεντρώσεις των καταθλιπτικών (βαρέθηκε κι εκεί να πηγαίνει πριν δυο βδομάδες), λατρεύει τις ντομάτες. Αλλά επειδή σιχαίνεται το νερό, δεν τις τρώει και τις αφήνει στο ψυγείο μέχρι να σαπίσουν».
Τον ρωτάω τι σκέφτεται να κάνει από δω και πέρα, αν θα συνεχίσει δηλαδή να μαζεύει γόπες και να τρώει τις μερίδες του συσσιτίου. «Ποτέ στη ζωή μου δεν προγραμμάτισα κάτι, όλα ήρθαν από μόνα τους. Είτε λοιπόν θα έρθει κάτι καινούριο κι απλώς αργεί είτε δεν έχει άλλο και περιμένω τσάμπα». Λόγια σταράτα, αν και μοιρολατρικά. Η αλήθεια είναι πώς να ζω χωρίς κάποιο νόημα, απλώς να υπάρχω δηλαδή, δυσκολεύομαι να το φανταστώ. Κι όμως, για κάποιους εκεί έξω οι πράξεις δεν βγαίνουν. Κι όταν προσθέτεις τη δυστυχία που συναντάς γύρω από τους Άγιους Πάντες, ξεχνάς τα μαθηματικά που ξέρεις. Και καταλαβαίνεις ότι η ζωή δεν είναι Άλγεβρα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News