Θα κλείσω ένα ραντεβού με αυτό που λαχταρώ. Αυτό που με καίει. Που θέλω πολύ. Πάρα πολύ. Με αυτό που εκλιπαρώ, που δένω τα χέρια μου, θηλιά στο λαιμό του και κρεμιέμαι. Με αυτό που σπαρταρώ, ποθώ, πενθώ. Που δεν με καταδέχεται. Με τον καημό μου, τη λιγούρα, το μεράκι, το σαράκι μου.
Στις δώδεκα το μεσημέρι, μέσα στον ήλιο, μέσα στο φως. Στο μέρος που συχνάζουν, που περνούν όλοι οι γνωστοί, εχθροί και φίλοι. Θα κλείσω ένα ραντεβού με αυτό που δεν θα έρθει, που δεν έρχεται ποτέ, με το «δε με μέλλει» – το άγριο, δικό του μέλι – «το ποσώς», «δε δίνω δυάρα, πεντάρα, δεκάρα τσακιστή, έναν παρά», «καρφί δεν μου καίγεται» – καρφωμένος, ερωτευμένος – αυτό που δεν είναι ερωτευμένο μαζί μου, δεν θέλει, δεν με θέλει, δεν επιθυμεί το χάδι μου, το βράδυ μου, το λάδι μου και εγώ το βγάζω και το χύνω.
Σέρνομαι. Σταυρώνομαι.
Θα πάω να στρατοπεδεύσω γυμνός, ξυπόλητος, στην επιθυμία, στον πόθο, στη διάθεση, την υπομονή, τη δίψα. Θα βγάλω καρέκλα, τραπέζι, στο χλευασμό. Θα σκάψω με το κεφάλι, με το πόδι μέχρι να βρω πηγή, νερό. Θα το χρειαστεί, που δεν θα έρθει. Περαστικό, βιαστικό, διψασμένο, φαντασμένο. Φοβισμένο.
Εκεί. Θα ξημερώνομαι, θα βραδιάζω. Θα έρχεται η κούραση, η απογοήτευση, η λεμονόκουπα, η γελοιοποίηση, η λέξη, η καζούρα, το δέσιμο του τενεκέ στην ουρά. Η λοιδορία, το γιαούρτι.
Η περιφρόνηση, η ειρωνεία, ο χλευασμός.
Η αλυσίδα, ο χαλκάς περασμένος στη τρύπια μου μύτη. Η επιγραφή η ανορθόγραφη: Ηπόληψη, με το ποτηράκι σπασμένο.
Εκεί. Τρίτη, στις δώδεκα, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα, έως τη Δευτέρα Παρουσία. Θα έχω όπλο, στόχο, καημό, αγάπη, πίστη, νήμα, σάλιο, όνειρο χωρίς ύπνο, λουλουδάκι, πέτο, μια οργάνωση, μια προσευχή, μια πόλη, μια πόρτα να μπω μέσα. Θα ανοίξω ένα χαράκωμα, μία τάφρο, ένα χαντάκι να χαντακωθώ, να σκεπαστώ, να ζεσταθώ, να παρηγορηθώ. Ο απαρηγόρητος. Ο απελπισμένος.
Θα καλέσω βοήθεια, να έρθει η ελιά μας η οικογενειακή, αυτή που έχουμε στο δεξί μας μάγουλο, δέκα γενιές, παππούδες, μανάδες, γιαγιές να φέρει κατάρες, να φέρει τραγούδια, να φέρει ευχές.
Σαράντα μαχαίρια και δέκα οχιές.
Όμως, όχι.
Στις δυο μου τις χούφτες, θέλω λαδάκι να στάξει, φλογίτσες ν’ ανάψουν, να κάψουν, να σβήσουν, να κλείσουν πληγές.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News