Τα ζεστά μακρόσυρτα σούρουπα των Ιούληδων, οι γριές της κάτω γειτονιάς του χωριού μαζεύονταν στην αυλή του σπιτιού της γιαγιάς που είχε ευρυχωρία, κάθονταν κυκλικά στα πέτρινα πεζούλια ή σε σκαμνάκια και αποσπερίζανε. Εγώ πάλι, το ‘χα συνήθειο να ξεκόβω διακριτικά εκείνη την ώρα από τα υπόλοιπα παιδιά που κυνηγιόντουσαν στα σοκάκια, να κάθομαι σε μια άκρη παριστάνοντας πως απασχολούμαι με κάτι και να τις ακούω. Μυστήριος ήμουν κι εγώ, μου άρεσε ν’ ακούω τις κουβέντες των μεγάλων, ιδίως των γυναικών.
Οι συζητήσεις των ανδρών είχαν βέβαια ενδιαφέρον, καθώς έβριθαν από πληροφορίες για τις καλές και τις κακές σοδιές, για την τιμή του λαδιού και των σκόρδων, για τις αρρώστιες που αποδεκάτιζαν τις προβατίνες, για τους βουλευτές που έρχονταν στο χωριό κάθε εκλογές, για τους Ιταλούς που έκλεβαν στην κατοχή τους γαϊδάρους για να τους φάνε ή για τα παιδιά της περιοχής που σκοτώθηκαν στον εμφύλιο και στην Κορέα. Πλην τους έλειπε εκείνη η Παπαδιαμαντική εσωτερικότητα που διαπερνούσε τα μουρμουρητά και τις παύσεις των γυναικών, ειδικά των γιαγιάδων, όταν εκείνες έπιαναν να διηγούνται.
Μερικές απ’ αυτές τις ιστοριούλες, τις απομνημόνευσα στο παιδικό μυαλό μου δίχως να είμαι τότε ικανός να αντιληφθώ πως καθεμιά τους ήταν μια αυθεντική εγκάρσια τομή στο σώμα εκείνων των εκπληκτικών κοινωνιών. Πολύ αργότερα ανακαλώντας τις στη μνήμη μου, κατανόησα ότι η σπονδυλική στήλη όλων αυτών των γυναικείων διηγήσεων δεν ήταν ούτε τα πρόσωπα, ούτε τα περιστατικά, αλλά ένα σπάραγμα. Αυτή η υπόγεια ένταση του διηγηματικού λυγμού, σφραγισμένου από τη γυναικεία ματιά και ψυχοσύνθεση, ήταν που χάραξε βαθιά εντός μου την αίσθηση της προσωπικής μου σύνδεσης και συνέχειας με τα βιώματα των αγροτικών κοινοτήτων του νότου. Και κάθομαι σήμερα και σκέφτομαι πόσο σπουδαία ανθρωπολογικά μουσεία ήταν αυτοί οι μικροί περίκλειστοι οικισμοί που χάθηκαν πια δια παντός.
Και αναγαλλιάζω -εγώ, που ζω από τη χρήση του προφορικού και γραπτού λόγου- όταν αναθυμούμαι πόσο καίρια χρησιμοποιούσαν τις λέξεις των διηγήσεων τους οι αγράμματες εκείνες γυναίκες. Γιαγιάδες με κυρτές ράχες, κατραμιασμένα πρόσωπα και παραμορφωμένα δάκτυλα, που είχαν γεννηθεί στις αρχές του εικοστού αιώνα, με την τελευταία τους να πεθαίνει όταν εγώ τέλειωνα τα σχολειά μου. Ότι είχαν ζήσει μια ζωή που κατά το ένα της μέρος ήταν πανομοιότυπη με την εποχή του Χριστού, όργωναν με ξύλινο άροτρο και τα κατσίκια ζούσαν μέσα στο σπίτι, και κατά το άλλο μέρος της έβλεπε το μέλλον να έρχεται ταχύτατα, με τη μορφή του λεωφορείου, του τηλεφώνου, του ραδιοφώνου.
Μνημόνευαν λοιπόν την Αντωνία, που ο μοναδικός της γιος είχε φύγει για τα εξωτερικά κι από τότε ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Δεν ξαναφάνηκε, ποιος ξέρει που άφησε τα κόκαλα του κι απόμεινε αν όχι άθαφτος, σίγουρα αλειτούργητος. Όμως η γριά Αντωνία, για πολλά χρόνια ώσπου αναχώρησε απ’ τον μάταιο τούτο κόσμο, περίμενε απαξάπαντως μια φορά το μήνα το λεωφορείο που αραιότατα συνέδεε το χωριό με την πολιτεία. Πότε κρατούσε ζεμπίλι, πότε καλάθι, πότε πετσέτα δεμένη σταυρωτά, έχοντας μέσα τους ό,τι κατάφερνε να εξοικονομήσει για τον γιο της, ξύνοντας τον πάτο του βαρελιού της ένδειας της. Οι οδηγοί κι οι εισπράκτορες γνώριζαν την δραματική ιστορία της και τη λυπόντουσαν να στέλνει στον βρόντο πράγματα ενώ η ίδια δεν είχε να φάει. Όμως όσες φορές αρνήθηκαν να παραλάβουν τα δέματα, η γριά έβαζε τα κλάματα κι άρχισε να σουρομαδιέται γιατί «το παιδί μου άλλαξε σύσταση δίχως να μου το πει.»
Τα παίρνανε λοιπόν κι ας μην ήξεραν τι να τα κάνουν, στο τέλος τα τρώγανε οι ίδιοι για να μην πάνε χαμένα. Κι ακολουθούσαν πιστά το τυπικό που καθησύχαζε την άμοιρη γριούλα: «Που πάει το δέμα κυρά Αντωνία;» τη ρωτούσε ο εισπράκτορας. «Αγγλία, Γαλλία, Μασσαλία, Γεώργιος Κολοκυθάκης» απαντούσε αυτή με μια τόσο σπαρακτική περηφάνια για τη μητρική της φροντίδα, που οι σκληροτράχηλοι λεωφορειάδες δαγκώνονταν για να μη βουρκώσουν. Θαρρώ πως αυτή η μαγική λέξη «Μασσαλία» που δεν την ήξερα, διατήρησε ζωντανή στη μνήμη μου αυτή τη διήγηση. Ποιος ξέρει που είχε ακούσει η γιαγιά τη Μασσαλία, μάλλον από κανέναν περαστικό ναυτικό που είχε επισκεφθεί τα μπουρδέλα του λιμανιού της, διότι η γριά ρωτούσε για τον γιό της όποιον ξένο συναντούσε. Σ’ εκείνο τον άγνωστο μακρινό τόπο λοιπόν, είχε τοποθετήσει η γριά Αντωνία τον χαμένο γιο της, δίπλα στην Αγγλία και τη Γαλλία και γύριζε στο σπιτάκι της ικανοποιημένη που κι αυτό τον μήνα το παιδί της θα είχε να φάει κάτι από τη μάνα του κι απ’ το χωριό «γιατί εκεί στους ξένους τόπους, τα φαγιά δεν τρώγουνται».
(Αύριο η συνέχεια και η ολοκλήρωση)
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News