Την Παρασκευή το βράδυ στον κινηματογράφο «Μικρόκοσμος» είδα το ντοκιμαντέρ της Αγγελικής Αριστομενοπούλου «Ταξιδιάρα Ψυχή», που είναι ένα πορτραίτο του Γιάννη Αγγελάκα, τον οποίο ακολούθησε επί δύο χρόνια. Ο ίδιος εξιστορεί την πορεία του από τις «Τρύπες» μέχρι τους «Επισκέπτες». Από την δυτική κουλτούρα του ροκ, μέχρι την ελληνική παράδοση. Από τις sold out συναυλίες, μέχρι τα παρεΐστικα γλέντια-μυσταγωγίες σε ένα πέτρινο σπίτι στα βουνά της Κρήτης, με τον Ψαρογιώργη και την παρέα τους. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν κάποια στιγμή ένιωσε πως το κεφάλαιο «Τρύπες» πρέπει να κλείσει και να προχωρήσει παρακάτω. Είχε κάτι μέσα στο μυαλό του και ήθελε να το δει να γίνεται πραγματικότητα ή –καλύτερα- να το ακούσει. Κράτησε από το κορυφαίο συγκρότημα όλα τα καλά που του έφερε, αλλά και τα άσχημα. Αποχώρησε και κατευθύνθηκε σε κάτι πιο δύσκολο, πιο περίπλοκο, με λιγότερη απήχηση, όπως φαινόταν τότε. Αλλά απήχηση πραγματική είναι τα τραγούδια που μένουν στην ψυχή. Αυτά που κάνουν μέσα σου… φωλιά και επιστρέφουν όταν τα έχεις ανάγκη.
Τα άλλα είναι πρόσκαιρα. Έρχονται και φεύγουν. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν –για μένα- τα τραγούδια του Αγγελάκα. Μπορεί να μην τα ακούω κάθε μέρα στα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις και όπου αλλού, αλλά θα τα ακούσω όταν προτιμήσω να έχω εγώ την επιλογή. Υγρά, σκοτεινά, ατόφια. Με μία φωνή που τα προσφέρει αφτιασίδωτα, τραχιά, υπόγεια. Που γίνονται ένα με σένα χωρίς να το καταλάβεις. Το πήρε όλο αυτό από το χέρι και το περπάτησε. Το πήγε παραπέρα κι ακόμα έχει δρόμο. Και πάνω από όλα, δεν κοιτάει πίσω. Ξέρετε πόσες εταιρίες θα έδιναν το μισό τους… βασίλειο για να ξαναβάλουν τις Τρύπες στο στούντιο ή –εκεί δίνουν όλο τους το βασίλειο- να τις οδηγήσουν στην επανένωση για μερικές συναυλίες; Κι όμως σε κάθε ευκαιρία ο ίδιος θυμίζει ότι δεν πρόκειται να ξανανοίξει μια πόρτα κλειστή κι ας ξέρει ότι η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη και τα χρήματα πολλά, πάρα πολλά.
Γι’ αυτό του βγάζω το καπέλο. Πάντα στην ζωή μου βγάζω το καπέλο στους ανθρώπους που ξέρουν πολύ καλά τον δρόμο για την διασημότητα, τα χρήματα και την καθολική αναγνώριση αλλά ψάχνουν και βρίσκουν την ευτυχία και την επιτυχία από το δικό τους… μονοπάτι. Κάθε πράγμα στον καιρό του. Κάπως έτσι είναι και ο Παύλος Παυλίδης. Τα «Ξύλινα Σπαθιά» ακόμα κάνουν θόρυβο. Ακόμα τα κρατούν τα παιδιά στα χέρια τους και μεγαλώνουν παίζοντας μ’ αυτά. Μ’ αυτά τα τραγούδια που γράφτηκαν χρόνια πριν και δεν θα σβήσουν ποτέ. Αλλά ο ίδιος ο Παυλίδης πήγε κι αυτός παρακάτω. Στο δικό του μονοπάτι. Στην δική του παραλία.
Δεν είναι συνοδοιπόροι με τον Αγγελάκα, αλλά περπατούν στον ίδιο δρόμο. Πως γίνεται αυτό; Κι όμως γίνεται. Γίνεται όπως η θάλασσα βρέχει το βουνό. Για μένα αυτοί οι δύο καλλιτέχνες, όταν κλείνω τα μάτια, είναι ακριβώς αυτό. Βουνό τραχύ και δύσβατο ο Αγγελάκας που μόλις φτάσεις στην κορυφή του ανοίγεις τα χέρια και ουρλιάζεις, θάλασσα –άλλοτε ήρεμη, άλλοτε φουρτουνιασμένη- ο Παυλίδης, που θέλεις να την ταξιδέψεις σε όποια κατάσταση κι αν είναι.
Γιατί βουνό…
Δεν ξέρω αν βρίσκεται κρυμμένος
στα νύχια σου ο Θεός
μα εσύ πιο πολύ μου μοιάζεις
για λύκος νηστικός
κι όταν στα πρόβατα αγορεύεις
για του έθνους το καλό
διάολε σε βλέπω να χορεύεις του κτήνους το χορό.
Πες μου πως γίνεται η αγάπη
να ζει απ’ τη λέξη εχθρός
και πως θα βρω τη σωτηρία σκυμμένος και βουβός
κι αν πάλι αυτό το τραγουδάκι σου μοιάζει αιρετικό
διάολε φύγε από μπροστά μου, μου κρύβεις το Θεό.
Ποιος σκαλίζει το σκοτάδι στην ψυχή μου κι όταν χαίρομαι ποιος κλαίει
ποιος παλεύει να μισήσω το κορμί μου κι όταν τ’ αγαπάω ποιος φταίει
ποιος φρενάρει και ρημάζει τη ζωή μου κι όταν προχωράω ποιος κλαίει
ποιος ζητά να χαμηλώσω τη φωνή μου κι αν του τ’ αρνηθώ ποιος φταίει
Γιατί θάλασσα…
Σβήνω απ’ την άμμο όλα τα χνάρια
απόψε που σε κυνηγάνε,
ξέρεις δε φταίνε τα λιοντάρια,
αν μείνουν νηστικά πεινάνε…
Υποταγμένα σε κριτές,
υποκριτές και τους μοιραίους
κήρυκες που από ουρανούς
κι από άμβωνες ωραίους…
λένε πως σ’ έφερε ως εδώ
μαύρο καράβι,μέγα πάθος
όμως το ξέρουν κατά βάθος…
Αερικό είσαι, αερικό…
Αερικό είσαι, αερικό…
Όσοι δε θέλουν να θυμούνται
πότε και που αντισταθήκαν,
ποια τείχη γκρέμισες και βγήκαν,
ποιες φυλακές να μη φοβούνται…
τώρα σε θέλουνε σκυφτό,
τώρα σε θέλουν νικημένο,
ανήμπορο κι υποταγμένο
για να ξεχνάνε αυτό που ήταν…
Θα ‘ρθει μια μέρα ένα παιδί,
τη μέρα που θα επιστρέψεις,
θα ‘ρθει αυτό,μην το γυρέψεις
και θα σου πει…
Αερικό είσαι, αερικό…
Αερικό είσαι, αερικό…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News