Ο Οκτώβριος είναι ο μήνας των τραυματισμένων. Των πληγωμένων. Των λαβωμένων της ζωής και της αγάπης.
Των γυμνών, των πεινασμένων, των απαρηγόρητων.
Τρέχουν ασθμαίνοντας, αγκομαχώντας, πίσω από μεγάλα φορτηγά, καμιόνια, τρακτέρ, καρότσες, κλούβες, γεμάτες ακατέργαστο βαμβάκι. Το ψάχνουν. Το ζητούν. Το λαχταρούν. Το ορέγονται.
Κρέμονται, σκαρφαλώνουν το άσπρο σύννεφο, βουλιάζουν, τσακίζονται, αρπάζονται από ρυμουλκά που κουβαλάνε δεματιασμένο τον άνεμο στα εκκοκκιστήρια.
Φτερουγίζουν, πετούν, πέφτουν τα βαμβάκια, τα μπαμπάκια, τα μπαμπακάκια, τα ο..ο..οο…οοο. ..τα φ…φ…φφφ…φφουουου…ουου….ου…οοο…οο…. οι ψυχές, οι πεταλούδες οι λευκές, το χνούδι, το μαλλί των αγγέλων.
Δρόμοι, δέντρα, κλαδιά, θάμνοι, δάφνες, πικροδάφνες, στολίζονται χριστουγεννιάτικα.
Η άσφαλτος αγρός του Βοόζ.
Έρχεται η Ρουθ η Μωαβίτισσα, η νύφη η καλή, σκύβει μαζεύει το βαμβάκι, καθαρίζει τις πληγές με το νερό.
Το δάκρυ.
Βάζει σουλφαμιδόσκονη. Δένει τα τραύματα, με το πανάκι το βαμβακερό.
Σαλιώνει τις ίνες τις λεπτές, φτιάχνει κλωστή, ιστό. Δίχτυ. Κάθεται στον αργαλειό. Τα χέρια της σαΐτες.
Σειρές τα νήματα, παράλληλα να τα γυρνά, κάθετα να τα κόβει, να τ’ ανοίγει Ζεστά νερά. Αχνιστά.
Αράχνη.
Υφαίνει το Καλοκαίρι. Πλέκει τις φυλακισμένες στο βαμβάκι ζέστες. Τον πυρετό του Αυγούστου. Τα λιοπύρια. Τον ήλιο δυο φορές.
Πουλόβερ. Κάλτσες. Γάντια. Πανωφόρια. Τα μοιράζει.
Στη Λειβαδιά, στις Σέρρες, στον κάμπο της Θεσσαλονίκης χιονίζει μπαμπακάκι. Οκτώβριος ο μήνας.
Δαδιώτικο. Αδρότριχο. Λευκό. Κόκκινο. Μοβ. Λουλουδάκι.
Στη Σρι-Λάνκα, τις Ινδίες, την Αίγυπτο, το Σουδάν.
Στόματα βουλωμένα με βαμβάκι. Τραύματα. Μάτια. Χάσκουνε. Τρυφερά κορμάκια. Ολόγυμνα.
Πίσω τους τρέχουνε κοράκια, αυτοί που χρόνια σφάζουνε με το βαμβάκι.
Κρυφοί, σκυφτοί, ύπουλοι, ευγενικοί, με το χαμόγελο, το λόγο τον καλό, το ρούχο καθαρό, το γέλιο, το μαχαίρι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News