Η αλήθεια είναι ότι συχνά αισθανόμαστε πως ζούμε στην εποχή «μετά το τέλος της λογικής». Oσα μέχρι πριν μερικά χρόνια φάνταζαν στους περισσότερους αδιανόητα, γίνονται πραγματικότητα: στην οικονομία, στην πολιτική, στην κοινωνία. Αταίριαστα πράγματα, ασύνδετες ιδέες, ασυνάρτητες σκέψεις, άνθρωποι που υποστηρίζουν το ίδιο και το αντίθετο τους θεωρείται ότι αποτελούν τη νέα αρμονία. Ψέματα, θεωρίες συνωμοσίας, υπερβατικές ρητορείες, παρακμιακές αντιλήψεις, συνθέτουν- σε μεγάλο βαθμό- τον καθημερινό δημόσιο λόγο: από τα λυσσασμένα trolls των social media και τις μετα-αλήθειες στα περιθωριακά κανάλια που χτυπάνε μεταμεσονύχτια νούμερα, έως τις συζητήσεις στα οικογενειακά γεύματα της Κυριακής, εκεί που η αγαπημένη σου θεία αρχίζει να βάζει στο μίξερ της σκορδαλιάς στερεότυπα, φήμες από τη λαϊκή, μαζί με προφητείες Αγίων «από το ιντερνέτ».
Ακατάληπτες μπουρδολογίες θεωρούνται στέρεα επιχειρήματα για τα οποία δίνονται ομηρικές μάχες.
Παντελής έλλειψη προσανατολισμού και απεγνωσμένα μακροβούτια σε θολά νερά.
Μια κατακερματισμένη κοινωνία που αρνείται να συνειδητοποιήσει την κατάστασή της. Αισθάνεται δυσφορία στην υφιστάμενη πραγματικότητά και άβολα απέναντι στο μέλλον της, όσο δεν φαίνεται ότι θα μοιάζει με το παρελθόν της. Η αδυναμία κατανόησης κάνει τις ερμηνείες στα προβλήματα ακόμα πιο γκροτέσκες και τις απαντήσεις στα ερωτήματα ακόμα πιο υπερβατικές συνθέτοντας ένα σκηνικό ολοένα πιο σουρεάλ.
Το έχουμε δει να συμβαίνει στην τέχνη. Όταν οι άνθρωποι δεν άντεξαν τη φρίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο εξωραϊστικός νατουραλισμός ή ο αρμονικός ιμπρεσιονισμός αποδείχθηκε ασύμβατος με την εποχή. Ο σκληρά ανατρεπτικός ντανταϊσμός και ο αντισυμβατικός υπερρεαλισμός κάλυψαν το κενό. Εξέφρασαν τις αγωνίες τον καλλιτεχνών και τα αδιέξοδα της εποχής με μια αισθητική προσέγγιση η οποία ήταν αντίστοιχη με τα γεγονότα.
Τώρα, είναι σαν η τέχνη να έχει εισβάλει στην πραγματικότητα μας. Σαν να ζούμε μέσα σε πίνακα του Πικάσο ή του Μιρό, μόνο που δεν το απολαμβάνουμε. Κάνουμε πράξη το Σουρρεαλιστικό Μανιφέστο του Μπρετόν (1924) «με την απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική» και την «παντοδυναμία του ονείρου».
Ζούμε ιστορίες καθημερινού σουρεαλισμού που αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε και να κατανοήσουμε.
Πάμε «πάνω ή πέρα από την πραγματικότητα» αδυνατώντας να βγάλουμε νόημα.
Αισθανόμαστε ότι οι εξελίξεις μας υπερβαίνουν, καθώς όλα μοιάζουν να κινούνται πιο γρήγορα και αυτή η ταχύτητα δημιουργεί ένα τύπου κοινωνικού βέρτιγκο.
«Όταν το εξωτερικό περιβάλλον μεταβάλλεται υπερβολικά γρήγορα, η προσαρμογή είναι δύσκολη και προκύπτει η γενική δυσφορία που παρατηρείται σήμερα. Το πώς θα συναρμόσουμε τη φύση του ανθρώπου με τις κάθε λογής αναγκαιότητες που την περισφίγγουν, και τις οποίες δεν ελέγχει, αποτελεί ένα πρόβλημα που αναγεννάται ακατάπαυστα και καθίσταται συνεχώς πιο δυσεπίλυτο». Η διαπίστωση αυτή δεν είναι σύγχρονη. Την είχε κάνει ο συγγραφέας Γκουστάβ λε Μπον στο βιβλίο του «Πολιτική ψυχολογία» που κυκλοφόρησε, όχι τυχαία, το 1911. Την ώρα που ο κόσμος είχε φτάσει στο τέλος της εποχής της ευημερίας και κοίταζε από την άκρη του γκρεμού το χάος που υπήρχε μπροστά.
Κι αν στις αρχές του 20 αιώνα οι ταχύτητες θεωρούνταν «υπερβολικά γρήγορες» σήμερα είναι ιλιγγιώδεις, και δεν φαίνεται εύκολο να επιβραδύνουν.
Είμαστε υποχρεωμένοι να προσαρμοστούμε σε αυτές. Να αναζητήσουμε τις σταθερές μας εν κινήσει. Δεν υπάρχει στάση για να το σκεφτούμε.
Η επίμονη επιστροφή στη λογική φαντάζει ως η μόνη λύση. Αφορμή γι αυτές τις σκέψεις ήταν μια σαγιονάρα που είδα στο μετρό. Ακατανόητο πώς βρέθηκε εκεί, μόνη, στο βαγόνι. Ποιος την άφησε κι έφυγε μόνο φορώντας την άλλη; Έμοιαζε σα να περιμένει ένα περαστικό πόδι να την φορέσει. Ένα κοινωνικό πείραμα που κατέγραφε μια κρυφή κάμερα. Μια καλλιτεχνική εγκατάσταση που συμβόλιζε τον χαμένο μας βηματισμό ή μήπως το «ξυπόλυτος στα αγκάθια»;
Κι αν μια σακούλα μπορεί να ξεχαστεί στο μετρό, μια σαγιονάρα πώς ξεμένει στη γραμμή Αγία Μαρίνα – Αεροδρόμιο; Ή ήταν απλώς μια ακόμα οπτικοποίηση της σουρεαλιστικής πραγματικότητας μας;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News