Είσαι διασωληνωμένη στην Εντατική. Βυθισμένη σε σκοτάδι. Και δεν θα μάθεις ποτέ αν το λευκό που βλέπεις είναι χαραμάδες φωτός ή οι ρόμπες των γιατρών. Κάθε ανάσα βγαίνει σαν σταγόνα νερού από βρύση που στάζει. Σηκώθηκες το ξημέρωμα να πας στη δουλειά σου. Και σε έστειλε εκεί ένας νταλικιέρης που έχασε γιο και αδερφό σε τροχαίο. Τον μισείς;
Αν μπορούσες να σηκωθείς, θα προκαλούσες οποιονδήποτε άνθρωπο στον κόσμο να έρθει να αναμετρηθεί στοχαστικά μαζί σου πάνω στις έννοιες της τύχης, του πεπρωμένου, του πιθανού και του απίθανου. Ένα δευτερόλεπτο. Ένα καταραμένο δευτερόλεπτο, άντε δύο. Να έφευγες νωρίτερα ή αργότερα από το σπίτι. Να είχες ξεχάσει το κινητό και να ανέβεις να το πάρεις. Να σας πιάσει ένα φανάρι. Και έτσι όπως τα φάρμακα γεμίζουν το κορμί σου, όπως οι ιστοί προσπαθούν να ξαναδέσουν ματωμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, αναρωτιέσαι αν όλη σου η ζωή πλέχτηκε με τέτοιον τρόπο ώστε να είσαι εκείνο το συγκεκριμένο δευτερόλεπτο στην Eθνική Oδό. Κάθε σύμπτωση, κάθε αναποδιά και κάθε έκπληξη, αυτόν τον σκοπό είχαν. Να είσαι ξημερώματα Τετάρτης στην Eθνική Oδό. Μα γιατί έπρεπε να βρίσκεται κάποιος εκεί; Και γιατί έπρεπε να είσαι εσύ;
Αν το νόμισμα έπεφτε από την άλλη πλευρά, ίσως κέρδιζες στο Τζόκερ. Η τύχη και η ατυχία ξεχωρίζουν από το πρόσημο μπροστά στις πιθανότητες. Όμως αν κέρδιζες το Τζόκερ, θα ξέχναγες με τη μία όλη την προηγούμενη ζωή σου. Τώρα μετράς κάθε δευτερόλεπτο και ψάχνεις να βρεις ποιο φταίει περισσότερο. Αν ζήσεις, θα σου πουν ότι είσαι τυχερή. Αλλά τι ξέρουν αυτοί από τύχη;
Είσαι κρατούμενος στο Τμήμα. Στο κρατητήριο, χωρίς ζώνη και κορδόνια, μην τυχόν και δοκιμάσεις να αποδράσεις από τη ζωή. Πότε-πότε περνάει ένας αστυνομικός και κοιτάζει από το παράθυρο. Με δέος, ίσως και έναν υποδόριο φόβο. Η αύρα σου τρομάζει τους άλλους. Είσαι για ανάθεμα και για οίκτο μαζί. Εχασες γιο και αδελφό στον δρόμο. Και εκεί χάθηκες και εσύ, παίρνοντας και άλλους μαζί σου. Ξημερώματα Αγίου Χριστοφόρου, του προστάτη των οδηγών. Πού ήταν; Πιωμένος στην Εθνική Οδό. Δεν είσαι τύφλα. Είσαι στα δύο ποτά ή σε ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα. Και μάλλον άυπνος. Ήταν το αυτοκίνητο που σε πρόδωσε ή οι αισθήσεις σου; Μόνο εσύ το ξέρεις, προς το παρόν. Ναι, δεν θα είχε χαθεί καμία ζωή αν ο δρόμος είχε μεγαλύτερο διαχωριστικό στηθαίο. Αλλά αυτές οι δικαιολογίες περνάνε στους δικαστές, όχι στις συνειδήσεις.
Ο δικηγόρος είπε με μαλακή φωνή ότι, όταν σκοτώνεις σε τροχαίο, οι ποινές δεν είναι μεγάλες, πιθανότατα δεν θα πας ούτε στη φυλακή. Είσαι 64 χρονών. Μάζεψες τα κομμάτια σου όταν έχασες το παιδί σου. Τώρα δεν έχεις χρόνο για να το ξεπεράσεις. Αλλά ακόμα και αν είχες, δεν υπάρχει κανένας για να σε συγχωρέσει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News