Απρίλιος 1967, απογευματάκι. Σε ένα μικρό ορεινό χωριό της ελληνικής επαρχίας, ένα τσούρμο γαβριάδες παίζει με ένα (ξεφούσκωτο) τόπι πάνω στον (χωματένιο, εννοείται) δρόμο.
Από μακριά ακούγεται ο ήχος της εξάτμισης από το μηχανάκι του Τάσου του χωροφύλακα. Τον ξέραμε καλά αυτόν το ήχο, από εκείνη την πρώτη φορά που ο Τάσος μας «κατάσχεσε» τις σφεντόνες μας. Φυσικά φτιάξαμε άλλες και κάθε φορά που ακούγαμε την εξάτμιση, φυλαγόμασταν. Τις αφήναμε στο σπίτι.
Ο χωροφύλακας έφτασε, σταμάτησε δίπλα μας και κατέβηκε. Αυτή τη φορά δεν μας είπε τίποτα για τις σφεντόνες. «Αντε, μαζέψτε τα και σπίτι». «Γιατί, κύριε Τάσο; Ούτε έξι δεν είναι η ώρα». «Ρε, ακούτε τι σας λέω; Μέσα όλοι. Εχουμε επανάστασιν, εκηρύχθη στρατιωτικός νόμος. Μόλις πέφτει ο ήλιος όλοι μέσα».
Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας, δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Τι να καταλάβουμε οχτάχρονα και δεκάχρονα παιδιά; Τα μαζέψαμε και φύγαμε. Το ημερολόγιο έδειχνε 21 Απριλίου 1967, ημέρα Παρασκευή, πριν από το Σάββατο του Λαζάρου. Για αρκετές μέρες ο χωροφύλακας έκανε περατζάδα στα γύρω χωριά, για να δει αν εφαρμοζόταν ο νέος νόμος. Ετσι, εκείνο το Πάσχα έμεινε αποτυπωμένο στο μυαλό μου περισσότερο από κάθε άλλο, επειδή ένας νόμος κι ένας χωροφύλακας δεν μας άφηνε να παίζουμε μετά τη δύση του ήλιου.
Ο Τάσος δεν ήταν αυτό που λέμε ο φόβος και ο τρόμος της εποχής. Αλλά ό,τι συνέβη εκείνο το Πάσχα του 1967 ήταν η αρχική αιτία (ακολούθησε κι ένα στρατοδικείο για τον πατέρα μου) γι’ αυτό που με συνόδευε πολλά χρόνια, ίσως και μέχρι τη δεκαετία του ’80: ο φόβος του χωροφύλακα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News