Μια τιράντα που πέφτει… Εκεί, στη ραστώνη και την ανοχή του ελληνικού καλοκαιριού, την ώρα της παραθαλάσσιας συρροής και της ετερόκλητης συνάθροισης. Εκεί, στην αύρα του δροσιστηρίου, στο απάγγειο της σκιάς. Τυχαία και με αθωότητα, λες στην αρχή… Ποιος να δώσει σημασία σε μια τιράντα που πέφτει; Γύρω τριγύρω σώματα με προκάτ πρόκληση, μέλη εντατικά εκτεθειμένα και υγρά από νερό κι αλάτι, στο λιοπύρι ή στην ομπρέλα.
Κι όμως μια τιράντα πέφτει… Τιράντα από μαγιό, τιράντα από μακό πρόχειρο της πλαζ, τιράντα από αραχνένιο λευκό φόρεμα, που ελάχιστα καλύπτει – μια τιράντα πέφτει… Μπορεί από πλυσίματα πολλά, μπορεί από μέτρια ποιότητα ή από κακό σιδέρωμα, να ξεχείλωσε και να χαλάρωσε. Η τιράντα πέφτει κι αποκαλύπτει τον μαγικό, γυμνό ώμο. Oλα τα υπόλοιπα – υφάσματα, λάστιχα, στηθόδεσμοι και καλύπτρες – είναι στη θέση τους, φύλακες και φρουροί, απαγορευτικοί και ολόσφιχτοι. Μόνο η τιράντα δεν πειθαρχεί και πέφτει στο πλάι, στο πάνω μέρος του χεριού της…
Για λίγα δευτερόλεπτα, σκέφτεσαι πως αν ο Oμηρος διάλεγε για ήρωα του μια γυναίκα, θα μιλούσαμε για (αχίλλ)ειο ώμο. Λίγα δευτερόλεπτα για έναν ώμο εξαίσιο, δύναμη αλλά κι ευάλωτο σημείο, που πάνω του να γείρεις. Και μετά η επαναφορά στην τάξη: θες ανακλαστικά, θες επί τούτου, με μια απλή κίνηση του χεριού της η τιράντα επανέρχεται στο ύψος της, στη θέση της, στην αποστολή της.
Η τιράντα σε λίγο ξαναπέφτει… Επιμένει στην πτώση της ξανά και ξανά και ίσως κάτι θέλει να μας πει. Λες – σκέφτεται ο καχύποπτος βετεράνος – να ‘ναι προσχεδιασμένη η χαλαρότητα, σκηνοθετημένη η αποκάλυψη, επιτηδευμένη η τάχα εσπευσμένη ανατοποθέτηση; Οσο κι αν οι επαναφορές πυκνώνουν και γίνονται κάθε φορά συχνές και μηχανικές, η τιράντα – μόνο η μια, όχι η δίδυμή της, ένα μυστήριο πράγμα – επαναλαμβάνει τη γοητεία της πτώσης της, το στραβολαίμιασμα των τριγύρω ακροβολισμένων, το θαύμα ενός νωχελικά κινούμενου ώμου, τον θρίαμβο εντέλει του ημιντυμένου πάνω στο γυμνό, που τριγύρω μοδάτα βολοδέρνει στην ακτή.
Oταν μια τιράντα πέφτει και ξαναπέφτει, μια ησυχία πέφτει, ακόμη και σε μπιτσόμπαρο. Μόνο και μόνο για να ακουστεί το εκκωφαντικό της πτώσης της, η θορυβώδης τήξη των ασκημένων βλεμμάτων, που θα πέσουν και θα λιώσουν πάνω της. Η ζέστη του μεσημεριού θεριεύει, τα παγάκια λιώνουν, τα ποτά παύουν να είναι ηδύποτα, ο καύσωνας πυρώνει…
Και παρακαλάς να κρατήσει λίγο ακόμη η ιεροτελεστία της πτώσης, να μην πάει να βουτήξει τώρα αμέσως η τιραντούχος κι ας βράζει ο τόπος. Να μην καλύψει η θάλασσα τον ώμο και την τιράντα. Να μη γίνουν ένα ακόμη σώμα ανάμεσα σε τόσα άλλα επιπλέοντα της θερινής ραστώνης κι ανοχής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News