Κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Για να σατιρίσεις κάποιον, πρέπει να τον γνωρίσεις. Δεν γίνεται αλλιώς. Πρέπει να παρατηρήσεις λεπτομέρειες. Συμπεριφορές. Εκφράσεις. Και γνωρίζοντάς τον, αρχίζεις σιγά-σιγά να καταλαβαίνεις την αλήθεια του. Και να τον συμπαθείς. Αναπόφευκτα.
Eπειτα, αντίθετα με όσα τείνουν να επικρατήσουν στο καθημερινό πάρε δώσε των τηλεπανελιστών η πλάκα δεν είναι εχθρότητα. Ο κόσμος ευτυχώς για εμάς και δυστυχώς για εκείνους δεν χωρίζεται αποκλειστικά σε «αποθεωτές» και «υβριστές». Οσο κι αν δυσκολεύονται να το κατανοήσουν. Ειδικά όσοι βολεύονται να αντιμετωπίζουν κάθε θέμα σαν ποδοσφαιρικό ντέρμπι ανάμεσα σε Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό. Οπου δεν υπάρχουν παρά κραυγές και συνθήματα.
Ευτυχώς η ζωή είναι πιο πολύπλοκη. Και ο Παντελής Παντελίδης ήταν ένα κομμάτι της. Με υπέροχες και εμβληματικές υπερβολές. Αλλά οι υπερβολές δεν είναι αυτές που σε κάνουν να ξεχωρίζεις;
Είχε ιδανικά στοιχεία για σάτιρα. Ο αυτοβασανιστικός τρόπος που αντιμετώπιζε στα τραγούδια του τις γυναίκες και την προδοσία τους. Ο θρησκευτικός – σχεδόν – φανατισμός των θαυμαστών του. Η δραματικότητα των εκφράσεών του. Η καρτερικότητα με την οποία δεχόταν τα στρώματα (ναι, στρώματα!) που του πετούσαν στην πίστα. Ο στίχος «μπορεί να έχει χιούμορ κι άλλα τόσα περιττά» που πάντα με εκνεύριζε. Ο στιχος «όσο δέρμα κι αν πετάξεις, φίδι είσαι δεν θ’ αλλάξεις» που ζήλευα. Και πάνω απ’ όλα, ο τρόπος που συμβόλιζε την παράφορη και παθιασμένη ελληνικού τύπου διασκέδαση και σόκαρε τους καθωσπρέπει «ποιοτικούς».
Δεν μπορείς να αντιμετωπίζεις τους ανθρώπους όσο ζουν σαν ιερές αγελάδες, επειδή κάποτε μπορεί να πεθάνουν. Οπως και δεν μπορείς να αντιμετωπίζεις τους ανθρώπους που έχουν πεθάνει σα να ζούν
Χίλια δυό πράγματα είχες να σατιρίσεις. Να κοροϊδέψεις. Να κρίνεις. Γιατί έτσι κάνουν οι άνθρωποι. Sorry, αλλά έτσι είναι αυτό το καθημερινό πάρε δώσε που λέγεται ζωή. Η ζωή έχει κόντρες, αντιφάσεις και πλάκα. Δεν κάνει κανείς πλάκα σε άγνωστους και χλιαρούς τύπους. Εξάλλου κι εκείνος είχε από ένστικτο μάλλον, την ιδανική αντίδραση στην πλάκα. Την θεωρούσε κομμάτι της ζωής. Ποτέ δεν αντέδρασε με την πειραγμένη ξυνίλα μιας ντίβας που νομίζει ότι είναι στο απυρόβλητο.
Και ξαφνικά έρχεται ο θάνατος. Και όλα αυτά παύουν ακαριαία. Γιατί έρχεσαι αντιμέτωπος με κάτι πιο μεγάλο. Κάτι που σε υποχρεώνει να κάνεις ένα βήμα πίσω και να δεις τη γενικότερη εικόνα. Που συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό σου μέσα. Την εικόνα της ματαιότητας. Και συνειδητοποιείς πόσο ασήμαντα είναι όλα αυτά τα καθημερινά μικροπράγματα.
Ομως τώρα είμαστε όλοι ίδιοι. Ποιοτικοί, λαϊκοί, σνομπ, σκυλάδες. Μπροστά στο θάνατο, δεν υπάρχουν καλύτεροι ή χειρότεροι.
Γι’ αυτό και δεν καταλαβαίνω τον μεταθανάτιο διαχωρισμό σε «φιλοπαντελιδικούς» και «αντιπαντελιδικούς». Ή μάλλον τον καταλαβαίνω στο βαθμό που κάποιος δεν θέλει να παραδεχθεί τον θάνατο και προτιμά να ξεγελάσει τον εαυτό του (και την ιδέα του θανάτου) συνεχίζοντας κόντρες που αφορούν τη ζωή. Σα να προσπαθεις να συνεχίσεις μια «γιορτή» που έχει τελειώσει. Ομως δεν μπορείς να αντιμετωπίζεις τους ανθρώπους όσο ζουν, σαν ιερές αγελάδες, επειδή κάποτε μπορεί να πεθάνουν. Οπως και δεν μπορείς να αντιμετωπίζεις τους ανθρώπους που έχουν πεθάνει σα να ζούν.
Γι’ αυτό και δεν έχω τύψεις για τη σάτιρα. Αντίθετα, στεναχωριέμαι που δεν είναι εδώ για να συνεχίσει να γράφει τους απίστευτους στίχους του και εγώ να συνεχίσω να τους αναλύω και να τον φαντάζομαι να κρυφογελάει ή να κουνάει το κεφάλι σκεφτόμενος ότι δεν έχω νιώσει ποτέ πραγματικό «πόνο». Δηλαδή να συνεχίσουμε αυτό που λέγεται ζωή.
Κρίμα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News