Eχω έναν φίλο, καμία σχέση με μένα, εργάζεται πολύ και έχει τα πόδια του στη γη. Ξυπνά πρωί. Πολύ πρωί. Γι’ αυτόν 10 το πρωί είναι μεσημέρι.
Στις γιορτές έρχεται με τα καλά του κόσμου, με το άρωμα του δυόσμου.
Ξεκινά από τον κλειστό του τόπο, από τα ψηλά βουνά, παίρνει το χωματένιο δρόμο και έρχεται. Το δρόμο αυτόν τον έχει ανοίξει μόνος του. Έχει πληρώσει ακριβά για το πέρασμα.
Φέρνει τη σοδειά του, αγριοφράουλες, σουσάμι, μέλι, ανθότυρο, ψωμί, λάδι, κρασί.
Βασιλικό του χειμώνα. Έρχεται με λόγια και με λέξεις. Από τη στροφή του δρόμου ακούς το βήμα του, ανοίγουν οι πόρτες από μόνες τους και το κεφαλόσκαλο τινάζει το πατάκι του.
Έχω έναν φίλο, έρχεται πάντα στις γιορτές και όταν μπαίνει στο σπίτι και ακουμπά τις τσάντες στην κουζίνα και αρχίζει να βγάζει τα δώρα του, εμφανίζονται όλοι οι δικοί μου οι ξενιτεμένοι αυτού του κόσμου και παίρνουν τις θέσεις τους στο τραπέζι το γιορτινό.
Του ζητώ κάθε φορά να με πάρει μαζί του, αρνείται, δεν μπορείς μου λέει, δεν μπορείς, δεν έχεις πέρασμα,το πέρασμά σου το πήρε το βουνό και το ποτάμι. Κόπηκες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News