«Είχατε Black Friday και στο χωριό σας;».
Οχι, δεν είχαμε, αλλά είχαμε το «Ξεπούλημα» και το «Ολα στην τιμή κόστους». Μας ήρθε και μια Black Friday, όπως μας ήρθε και ένα Halloween, δεν είναι κακό. Αυτό θα απαντούσα σε κείνον που θεωρεί ότι τα ξένα έθιμα έρχονται και χαλάνε τα δικά μας. Και θα πρόσθετα ότι μερικά τα παίρνουμε και τα χαλάμε εμείς. Τα διαλύουμε εντελώς.
Αν εξαιρέσουμε το όνομα αυτής της γιορτής καταναλωτισμού που στην ελληνική μετάφρασή της δεν είναι και τόσο ελκυστική, καθόλου δεν με πειράζει που υπάρχει και μου δίνει τη δυνατότητα να ψωνίσω κάτι με μεγάλη έκπτωση. Αλήθεια, όμως, έχω αυτή τη δυνατότητα;
Σίγουρα, μπορώ να αγοράσω κάτι σε χαμηλότερη τιμή. Αλλά οι προσφορές που μου προτείνει η ελληνική αγορά δεν έχουν καμία σχέση με αυτές που κάνουν τους καταναλωτές να ξεχύνονται στα μαγαζιά γιατί πραγματικά βρίσκουν ευκαιρίες. Αυτό είναι και το νόημα του συγκεκριμένου καταναλωτικού εθίμου, να ρίξει τόσο τις τιμές, που να μην μπορείς να αντισταθείς.
Εδώ ούτε φοβερή διαφορά στις τιμές βλέπεις αλλά και η χρονική οριοθέτηση του εθίμου είναι ασαφής. Η ελληνική εκδοχή της Black Friday κρατάει δυο-τρεις βδομάδες. Καταλαβαίνεις ασφαλώς ότι ο εμπορικός κόσμος περνάει δύσκολα και ψάχνει σανίδες σωτηρίας να πιαστεί για να σε προσελκύσει στο ταμείο του. Αλλά το να σε βομβαρδίζει επί τόσες ημέρες με προσφορές μιας μέτριας έκπτωσης, απέχει πολύ από αυτό που ξέρεις ότι γίνεται μια μέρα σαν κι αυτή.
Το γνωρίζεις, δεν είσαι αδαής. Το βλέπεις, στο διαδίκτυο και στα κοινωνικά Μέσα, τι συμβαίνει σε άλλες αγορές, του εξωτερικού. Μιλάμε για τιμές κόστους ή κάτω του κόστους. Ετσι, μάλιστα. Ετσι κάνεις ουρές έξω από τα μαγαζιά και ξενυχτάς για να πετύχεις τη σούπερ προσφορά στο διαδικτυακό κατάστημα. Ετσι αγοράζεις εκείνο το λάπτοπ και το κινητό που ήθελες, παίρνεις κι εκείνο το παλτό που λιμπίστηκες, βάζεις και μια τηλεόραση μεγαλύτερη στο σαλόνι. Ετσι γίνεσαι ένα αχόρταγο καταναλωτικό ον, όπως σε θέλει ο σύγχρονος πολιτισμός, και κυλιέσαι στη λάσπη των χιλιάδων αγαθών που δεν χρειάζεσαι.
Εδώ τι να πάρεις; Αυτό που από 100 ευρώ το βρίσκεις 85 ευρώ; Τα βλέπεις στις βιτρίνες και γελάς και νομίζεις ότι σε κοροϊδεύουν. Μπορεί κάτι να αγοράσεις, αλλά θα είναι κάτι που χρειάζεσαι ή που το θέλεις πολύ και η επιθυμία σε κάνει να ξεχάσεις τον λογαριασμό του ρεύματος που μόλις ήρθε, το φροντιστήριο του παιδιού, το σέρβις του αμαξιού που δεν μπορεί να περιμένει άλλο και τα Χριστούγεννα που φτάνουν και θα ξοδεύεις έτσι κι αλλιώς ατελείωτα.
Ο απολογισμός από τη Μαύρη Παρασκευή α λα ελληνικά, που δεν είναι Παρασκευή αλλά σχεδόν μήνας ολόκληρος, δεν φέρνει χαμόγελα στα χείλη των εμπόρων. Η επιμήκυνση της περιόδου αποπροσανατολίζει τους καταναλωτές και η μέτρια έκπτωση δεν τους οδηγεί στο ταμείο, οι στενόχωρες διαπιστώσεις του εμπορικού κόσμου. Ο καταναλωτικός αυθορμητισμός λείπει και τα προϊόντα που επιλέγει το κοινό των αγοραστών είναι κυρίως πράγματα που έτσι κι αλλιώς θα αγόραζε.
Είναι προφανές ότι το ξένο έθιμο ήρθε εδώ και μεταφράστηκε με τους όρους της δικής μας, προβληματικής πραγματικότητας. Μια αγορά που βαδίζει σε κινούμενη άμμο, που βλέπει τους καταναλωτές να περνούν και θέλει να τους βάλει μέσα στα μαγαζιά της, αλλά δεν μπορεί να είναι γενναιόδωρη μαζί τους. Είναι σαν το σπίτι όπου πας καλεσμένος και σου βγάζουν κέρασμα ένα σοκολατάκι, με το ζόρι σού προσφέρουν ένα δεύτερο και μετά απομακρύνουν το κουτί για να μην πάρεις άλλο.
Σε αυτό το σπίτι, δεν αγοράζεις ακριβό δώρο, τα λεφτά σου τα δίνεις τσιγκούνικα κι εσύ. Ετσι κι αλλιώς, δεν σου περισσεύουν. Κι αυτή είναι Μαύρη Αλήθεια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News