Και μου το έλεγε η μάνα μου, καλή της ώρα εκεί που βρίσκεται. «Οποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες». «Ελα ρε μάνα», της απαντούσα, «δεν αποτελείται ο κόσμος μόνο από κότες κι από πνιγμένους στα πίτουρα, έχει και κανονικούς ανθρώπους». Τότε ήταν που με κοίταζε με ένα βλέμμα επαρχιακής απαξίωσης για όσα (δεν) κατάλαβα από τη ζωή και μουρμούριζε: «Τι να σου πω, παιδάκι μου, εγώ είμαι η αμόρφωτη κι εσύ ο μορφωμένος, όμως πολλά ξέρεις μα λίγα σ’ ωφελάνε».
Μου το έλεγε και ένας μπάρμπας μου που είχε πολεμήσει στην Αλβανία και είχε χάσει δύο δάχτυλα. Μακαρίστηκε όταν ήμουν είκοσι πέντε χρόνων, αλλά πρόλαβα τις ιστορίες του. «Εχεις, ρε, τ’ αρχ@@ια να δεις μπροστά σου έναν ξαπλωμένο με τα άντερα έξω κι εσύ να περάσεις από πάνω του δίχως να ανοιγοκλείσεις τα βλέφαρά σου; Αν τα ’χεις, κοίτα να γίνεις στρατηγός, θα προκόψεις. Αν δεν τα ’χεις, κάτσε στη γραμμή μαζί με όλα τα φαντάρια. Θα χάσεις βέβαια δυο δάχτυλα, αλλά θα επιζήσεις».
Μου το έλεγε και ένας παλιός πολιτευτής, που όλο προσπαθούσε να εκλεγεί κι όλο στην απόξω κατέληγε. «Εχω φάει τα παπούτσια μου σε κηδείες, σε μνημόσυνα, σε βαφτίσεις και σε πανηγύρια, μπας και τσιμπήσω κάνα ψηφαλάκι και καταφέρω να εκλεγώ. Τζίφος. Και βλέπω τον απέναντι, που μόνο μια φορά στη ζωή του πάει στο κατάλληλο γραφείο, κλείνει πίσω του την πόρτα και σε μισή ώρα βγαίνει έχοντας την εκλογή στο τσεπάκι. Πώς διάολο το καταφέρνει; Τι τους λέει; Τι κάνει δηλαδή αυτός, που εγώ δεν μπορώ να το κάνω; Μυστήριο πράγμα».
Μου το έλεγε κι ένα φρικιό εκεί στη Σαμοθράκη, που το είχα συναντήσει τη δεκαετία του ’80 σε ένα κάμπινγκ. «Οι μαύρες λιμουζίνες δεν είναι για όλους. Είναι για τους κληρονόμους όσων είχαν λιμουζίνες. Αυτοί θα τις καβαλήσουν στα σίγουρα, είναι προορισμένοι. Εσένα που ο πατέρας σου είχε μηχανή με καλάθι, θα σου προσφέρουν μεν τη λιμουζίνα ως δόλωμα, αλλά στο τιμόνι της δεν θα καθίσεις ποτέ. Πίσω της με μηχανή θα τρέχεις μια ζωή». Και γελούσα εγώ με τις «ασυναρτησίες» του φρικιού.
Μου το έλεγε και ένας παλιός δημοσιογράφος, από αυτούς που έγραψαν ιστορία ως φαρμακόγλωσσοι και απρόβλεπτοι. «Οσο τους σκίζεις, σε υπολογίζουν. Οσο σε θεωρούν δεδομένο, σε δουλεύουν ψιλό γαζί και σε χρησιμοποιούν. Εσύ κερδίζεις ένα τρυφερό –δήθεν– χαστουκάκι τους στο μαγουλάκι σου και ο άλλος, που τους πατάει κάτω κάθε μέρα, παίρνει όσα απαιτεί κι άλλα τόσα. Κανόνισε την πορεία σου, το λοιπόν». Πλην εγώ δεν «κανόνιζα». Και με «κανόνιζαν» εκείνοι. Ε, ρε, μυαλό που κουβαλούσα…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News