Εχει πολύ ενδιαφέρον η αναζωπύρωση της συζήτησης για την ασφάλεια στα πανεπιστήμια, η οποία έχει επιστρέψει στη δημόσια σφαίρα με αφορμή όσα έχουν συμβεί τις τελευταίες ημέρες στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης –ή και στη σκιά όλων αυτών. Σε αυτό το κλίμα ανομίας η κυβέρνηση επιτάχυνε τις διαδικασίες για την συγκρότηση της πολυσυζητημένης πανεπιστημιακής Αστυνομίας –κάτι που βέβαια έχει ψηφίσει από το μακρινό πια φθινόπωρο του 2020–, ο ΣΥΡΙΖΑ αντέδρασε όπως αναμενόταν, καταγγέλλοντας «αντιδραστικές αποφάσεις της κυβέρνησης» και απαιτώντας στα πανεπιστήμια να μπαίνει όποιος θέλει, ενώ το Κίνημα Αλλαγής, δια του νέου αρχηγού του, Νίκου Ανδρουλάκη, πρότεινε να γίνει ό,τι γίνεται σε όλη την Ευρώπη: τα ΑΕΙ να προσλάβουν ιδιωτικές εταιρείες φύλαξης που θα καλούν την ΕΛΑΣ να επιλαμβάνεται επί αξιόποινων πράξεων.
Η πολιτική αντιπαράθεση χτύπησε και πάλι κόκκινο. Και για ένα θέμα –εδώ είναι το ενδιαφέρον– το οποίο θα είχε λυθεί οριστικά, αν δεν είχε αφυδατωθεί η τολμηρή και εμβληματική μεταρρύθμιση του περίφημου «νόμου Διαμαντοπούλου», πριν από δέκα και πλέον χρόνια, η οποία ρύθμιζε από τότε και ολοκληρωμένα τα ζητήματα ασφάλειας στα ΑΕΙ.
Ηταν Αύγουστος του 2011, όταν ο νόμος 4009/11 για τη μεταρρύθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης –γνωστός έκτοτε, ως «νόμος Διαμαντοπούλου»– ψηφίστηκε πανηγυρικά από 255 βουλευτές, της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, της ΝΔ. Είχε χαιρετιστεί μάλιστα ως υπόδειγμα πολιτικής συναίνεσης και ισχυρό προηγούμενο των σχέσεων ανάμεσα σε αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις.
Ο εν λόγω νόμος διαμόρφωνε μια νέα αρχιτεκτονική στη διοίκηση του δημόσιου πανεπιστημίου, με την ίδρυση Συμβουλίων Διοίκησης που θα επόπτευαν τους πρυτάνεις και τις συγκλήτους. Όσον δε αφορά τα θέματα ασφάλειας προέβλεπε: «Σε αξιόποινες πράξεις που τελούνται εντός των χώρων των ΑΕΙ εφαρμόζεται η κοινή νομοθεσία». Τόσο σαφώς και τόσο καθαρά. Υποχρεώνονταν, λοιπόν, οι διοικήσεις στα πανεπιστήμια να διαμορφώσουν εσωτερικούς κανονισμούς που θα συμπεριλάμβαναν τα ζητήματα ασφαλείας και φρούρησης κι αν δεν το έκαναν θα είχαν περικοπές από τη δημόσια χρηματοδότηση. Επίσης προτεινόταν η εγγραφή κατ΄έτος που θα έλυνε οριστικά το θέμα των αιωνίων φοιτητών και άρα και το ποιος μπαίνει στους πανεπιστημιακούς χώρους. Δινόταν δε η δυνατότητα στα ΑΕΙ να προσλάβουν εταιρείες φύλαξης ακόμη και να δέχονται χορηγίες γι’ αυτό το σκοπό.
Και τότε άρχισε το ξήλωμα. Οι προσκείμενοι στον ΣΥΡΙΖΑ πρυτάνεις –ποιος ξεχνάει τον μετέπειτα και υφυπουργό Θεοδόση Πελεγρίνη του ΕΚΠΑ ή τον Γιάννη Μυλόπουλο του ΑΠΘ – δημοσίως διαφώνησαν, ενώ οι άλλοι της ΝΔ το έκαναν παρασκηνιακά. Με τη συνδρομή πανεπιστημιακών από όλο το πολιτικό φάσμα πολέμησαν τη μεταρρύθμιση και κατάφεραν το καλοκαίρι του 2012, επί τρικομματικής κυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ και υπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου, να ακυρώσουν τις διατάξεις του νόμου Διαμαντοπούλου που αφορούσαν στη διοίκηση των ΑΕΙ και άρα στην υποχρέωση να θεσμοθετήσουν κανόνες ασφαλείας. Δεν τον υπονόμευσαν βέβαια όλοι. Σε επτά πανεπιστήμια η προσαρμογή προχωρούσε κανονικά και απλώς διακόπηκε γιατί αλλού κάποιοι δεν ήθελαν να τα χαλάσουν με τα κόμματα και τις φοιτητικές παρατάξεις. (Για την Ιστορία, την κατάργηση των διατάξεων καταψήφισαν οι Γιώργος Παπανδρέου, Ανδρέας Λοβέρδος και Μιχάλης Χρυσοχοΐδης).
Ο τελικός ενταφιασμός επήλθε βέβαια από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, το 2015. Για όσους ξεχνούν, ο τότε υπουργός Παιδείας Αριστείδης Μπαλτάς, μιλώντας στο πλαίσιο των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, είχε φτάσει στο σημείο να υποστηρίξει ότι η μεταρρύθμιση του 2011 «κατεδάφισε ό,τι είχε πετύχει το πανεπιστήμιο από το 1982 και μετά»! Ο λόγος ήταν σαφής: από τη μια η ανυπέρβλητη ιδεοληψία του ΣΥΡΙΖΑ και των κομματικών πανεπιστημιακών του για ένα πανεπιστήμιο-τσιφλίκι και από την άλλη η αγωνία να μην τα χαλάσουν με το ριζοσπαστικό κομμάτι της νεολαίας.
Αυτή η απόφαση εκπυρσοκρότησε. Οδήγησε σε έντονα φαινόμενα ανομίας που ζήσαμε και ζούμε ακόμη και έδωσε την ευκαιρία στη ΝΔ, όσο ήταν στην αντιπολίτευση, να σηκώσει ψηλά τον πήχη ζητώντας την αποκατάσταση της νομιμότητας για να «τελειώνουμε μια και καλή με τους “μπαχαλάκηδες”», όπως δήλωναν χαρακτηριστικά τα στελέχη της.
Τελειώσαμε όμως με τους μπαχαλάκηδες; Το καλοκαίρι του 2019 η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη μόλις είχε πάρει ψήφο εμπιστοσύνης και στο πρώτο της νομοθέτημα επανέφερε μεν αυτούσιες τις προβλέψεις του νόμου Διαμαντοπούλου για το άσυλο, όμως για τη φύλαξη των ΑΕΙ προχώρησε σε δική της ρύθμιση μεταχρονολογημένα: ένα και πλέον χρόνο μετά, το φθινόπωρο του 2020.
Γιατί δεν ρύθμισε ολοκληρωμένα το ζήτημα της ασφάλειας των πανεπιστημίων επαναφέροντας όσα προέβλεπε ο νόμος 4009/11 αλλά ψήφισε τη συγκρότηση Πανεπιστημιακής Αστυνομίας;
Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι , σύμφωνα με τις προβλέψεις του 2011, οι πρυτάνεις είναι υποχρεωμένοι να συγκροτήσουν Σώμα Εσωτερικής Ασφάλειας για να επιλαμβάνεται των πειθαρχικών αδικημάτων πχ τον προπηλακισμό καθηγητή από φοιτητές, όπως έγινε πρόσφατα στην ΑΣΟΕΕ. Με τη Πανεπιστημιακή Αστυνομία το κράτος αναλαμβάνει να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά και όχι ο πρύτανης, που μπορεί να νίπτει τας χείρας του.
Μόνο που τα πράγματα στην εφαρμογή τους δεν είναι τόσο απλά. Είναι αντιθέτως αρκετά σύνθετα. Γιατί εμπλέκεται το Σύνταγμα και οι βασικές του πρόνοιες για την αυτοτέλεια και αυτονομία των ΑΕΙ. Η ρύθμιση του Ν. 4009/ 11 δεν ήταν αυτονόητη, εκ προοιμίου. Σε καμία περίπτωση δεν ενέτασσε το θέμα της ασφάλειας στα ζητήματα αποκλειστικά του αστυνομικού ενδιαφέροντος ή της αντι-εγκληματικής πολιτικής, μολονότι έδινε το δικαίωμα στις αστυνομικές αρχές να παρέμβουν στα αυτεπάγγελτα και στα κατ’ έγκλησιν αδικήματα. Η ρύθμιση του Ν. 4009/11 είχε δουλευτεί αρκετά και καθιερώθηκε μετά από διάλογο με δικαστικές αρχές, με τον τότε πρόεδρο του ΣτΕ και νυν αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Παναγιώτη Πικραμμένο, ενώ ζητήθηκε γνωμάτευση του συνταγματολόγου Νίκου Αλιβιζάτου. Στην περίπτωση της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας ακούγεται ότι ετοιμάζονται προσφυγές από ακαδημαϊκούς και πανεπιστημιακές οργανώσεις ενόψει της εφαρμογής του σχετικού νόμου.
Μοιάζει λοιπόν ότι η επαναφορά της ρύθμισης του 2011 είναι η μόνη ρεαλιστική, κατοχυρώνοντας την απαραίτητη μεταρρυθμιστική δυναμική για την αναβάθμιση του ελληνικού πανεπιστημίου, που όλοι θέλουμε. Ή, τέλος πάντων, σχεδόν όλοι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News