Σε μια διεθνοπολιτική αντιπαλότητα, όπως ακριβώς και σε μια διαπροσωπική εχθρότητα, τείνουμε να στηριζόμαστε στο πώς φανταζόμαστε τον απέναντι, παρά στο πώς αυτός πραγματικά είναι. Η πραγματικότητα, όμως, υπάρχει σε πείσμα των εντυπώσεων και επανέρχεται με μια φοβερή επιμονή.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τα ελληνοτουρκικά: μαζί με την ανάλυση της τουρκικής επιθετικότητας, σύνηθες είναι το φαινόμενο να παρουσιάζουμε τη γείτονα χώρα ως μια αναδυόμενη δύναμη, όχι μόνο στρατιωτικά και πολιτικά, αλλά και από πλευράς της οικονομικής της κατάστασης. Η μόνιμη επωδός είναι ότι η Τουρκία, αντίθετα από εμάς, έχει κομβικό και σημαίνοντα ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, με κορωνίδα τη συμμετοχή της στο διεθνές φόρουμ του G20.
Ας αρχίσουμε από αυτό το τελευταίο: η συμμετοχή της Τουρκίας (και όχι μόνο) στο φόρουμ των είκοσι μεγαλύτερων οικονομιών δεν συνεπάγεται και την κατάταξή της στις 20 ισχυρότερες ή πιο ευημερούσες οικονομίες του πλανήτη. Είναι ένα ζήτημα μεγέθους: ο πληθυσμός της και μόνο την καθιστά «μεγάλη» οικονομία και όχι το ονομαστικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της που, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, την κατατάσσει αρκετά χαμηλότερα, μετά την 60ή θέση, και πάντως πολύ κάτω από την Ελλάδα.
Αλλά ας δούμε και τη δεύτερη σταθερή επωδό: την υψηλή εξαγωγική δραστηριότητα. Ακούμε συχνά για τα αυτοκίνητα που παράγονται στην Τουρκία, αυτό όμως που δεν είναι γνωστό είναι ότι η Τουρκία εξακολουθεί να έχει αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο, έχοντας περίπου 30 δισ. περισσότερες εισαγωγές από εξαγωγές και στηριζόμενη σε μεγάλο βαθμό στις χώρες της ΕΕ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Σημαντικό είναι επίσης να αναλογιστούμε το βιβλίο των Acemoglou και Robinson «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη» και τον κομβικό ρόλο τον οποίο αποδίδουν οι δύο συγγραφείς στους θεσμούς για την επιτυχία ή την αποτυχία των εθνών, για τη διαφοροποίησή τους, με άλλα λόγια, ανάμεσα σε πλούσια και ενδεή.
Ας αντιπαραβάλουμε λοιπόν αυτό το κριτήριο με την τουλάχιστον προβληματική θεσμική κατάσταση στην Τουρκία, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016. Στους οικονομικούς θεσμούς επικρατεί επίσης εικόνα εκτροπής, με τον τόνο να δίνεται από την πρόσφατη αποπομπή του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας τον περασμένο Ιούλιο, για πρώτη φορά από το πραξικόπημα του 1980. Η κατάλυση της ανεξαρτησίας της Κεντρικής Τράπεζας, με την αιτιολογία της μη συμμόρφωσης του Διοικητή της προς τις απόψεις του Ερντογάν, προκάλεσε την μήνιν του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και άλλων διεθνών οργανισμών και ήρθε να προστεθεί στην αρνητική εικόνα από τη σημαντική πτώση της τουρκικής λίρας τα τελευταία πέντε χρόνια.
Αν όλα αυτά λίγο ως πολύ δεν εκπλήσσουν, μια ματιά στη Συνοπτική Εκθεση του ΔΝΤ είναι αποκαλυπτική για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Τουρκία. Μεταφράζω: «Συγκεκριμένα, η Αργεντινή, το Ιράν, η Τουρκία, η Βενεζουέλα και μικρότερες χώρες που επηρεάζονται από συγκρούσεις, όπως η Λιβύη και η Υεμένη, βίωσαν ή εξακολουθούν να βιώνουν σοβαρούς μακροοικονομικούς κινδύνους». Η κατάταξη της Τουρκίας μαζί με χώρες όπως η Βενεζουέλα, η Λιβύη και η Υεμένη από έναν διεθνή οργανισμό κύρους είναι ενδεικτική αυτού που πολλοί οικονομολόγοι υποπτεύονται, αλλά διστάζουν ανοικτά να ομολογήσουν για τη γείτονα χώρα.
Και τώρα το τελευταίο και κρίσιμο ερώτημα: αν η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας είναι τόσο άσχημη, ποια είναι η διασύνδεσή της με το διεθνές οικονομικό δίκτυο; Με άλλα λόγια: πόσο εκτεθειμένη είναι η παγκόσμια οικονομία σε μια τουρκική οικονομική κατάρρευση;
Είναι ευκόλως εννοούμενο ότι μια υψηλή έκθεση θα καθιστούσε το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα ευάλωτο και θα λειτουργούσε δυνητικά ως «σωσίβιο» για την Τουρκία. Και εδώ οι οικονομολόγοι είναι πολύ φειδωλοί στα λόγια τους, αλλά η κυρίαρχη υποψία είναι ότι στην πραγματικότητα υπάρχει μια μάλλον χαμηλή έκθεση της παγκόσμιας οικονομίας στον τουρκικό κίνδυνο: η Τουρκία φαίνεται ότι δεν είναι ένας κόμβος του διεθνούς οικονομικού δικτύου. Με άλλα λόγια, αν καταρρεύσει δεν θα συμπαρασύρει σε μια παγκόσμια κρίση, πράγμα που αν γίνει ευρέως αντιληπτό, καθιστά την κατάρρευσή της πολύ πιο πιθανή.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σίγουρα όχι ότι η Τουρκία είναι ένα αμελητέο μέγεθος, ότι θα διστάσει ή θα δεσμευθεί από την κακή της οικονομική κατάσταση στις διεθνείς της σχέσεις. Σημαίνουν όμως πως καλό είναι, μαζί με την απαραίτητη εθνική μας αυτογνωσία, να τοποθετούμε και την απέναντι πλευρά στις πραγματικές και όχι στις φαντασιακές της οικονομικές και διεθνοπολιτικές διαστάσεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News