Θυμάμαι τις πρώτες μάσκες που πήρα. Ηταν υφασμάτινες και πολύχρωμες. Πλύθηκαν εκατοντάδες φορές, τα λάστιχά τους ξεχείλωσαν και το χρώμα ξεθώριασε από το σίδερο που έπεφτε επάνω τους καυτό για να εξουδετερωθεί και το τελευταίο μικρόβιο. Δέκα δευτερόλεπτα να το κρατάς επάνω, η οδηγία της ελληνίδας μάνας.
Μετά, βέβαια, ήρθε η οδηγία των ειδικών για τις ιατρικές μάσκες μιας χρήσης και οι υφασμάτινες μπήκαν στο περιθώριο. Ηταν μόνο για τα μικρά. Ενα πέρασμα στο ψιλικατζίδικο ή ένα σύντομο άνοιγμα πόρτας για να πάρεις το δέμα και τις πίτσες. Για τα άλλα, είχες τις μάσκες τις καλές. Τις υψηλής προστασίας, τις νανοτεχνολογίας, τις ΚΝ95, FFP2, FFP3 και πάει λέγοντας. Μάσκες με όλους τους συνδυασμούς γραμμάτων στην ονομασία τους και με την τεχνολογία να αντικατοπτρίζεται στην κατασκευή και στην τιμή τους. Εφεραν ένα επιπλέον έξοδο στο νοικοκυριό, αλλά τουλάχιστον μας γλίτωσαν από το σιδέρωμα.
Θυμάμαι και την πρώτη μέρα που έβαλαν μάσκα τα παιδιά μου. Δύο εντελώς διαφορετικές αντιδράσεις. Ο ένας το είδε σαν παιχνίδι, ο άλλος σαν την καταστροφή του κόσμου. Ο ένας ήθελε ακόμα και να κοιμάται με τη μάσκα, ο άλλος έκλαιγε κάθε φορά που έπρεπε να τη βάλει. Τι να σου κάνουν και τα παιδιά, προσαρμόστηκαν. Και στη μάσκα και στην εικόνα. Του να γνωρίζεις τον κόσμο χωρίς πρόσωπο.
Τέλος πάντων, η μάσκα μας έγινε συνήθεια. Μια αντανακλαστική κίνηση που μάθαμε να κάνουμε, όπως η ζώνη στο αυτοκίνητο. Βγάλαμε τάξεις με τη μάσκα, βγάλαμε δουλειές, συναντήσεις, ταξίδια, υποχρεώσεις, έρωτες, βγάλαμε δύο και βάλε χρόνια. Χάσαμε τα χαμόγελα, τις εκφράσεις, μιλήσαμε με τα μάτια. Ενίοτε δεν αναγνωρίσαμε ανθρώπους, γιατί τους συναναστραφήκαμε βλέποντας μόνο το μισό τους πρόσωπο –τι περίεργο, αλήθεια! Κάναμε και υπερβολές. Βάζαμε τρεις-τρεις τις μάσκες, τη μία επάνω από την άλλη.
«Να πέσουν οι μάσκες», λέει η γνωστή φράση, αλλά σε αυτή τη συνθήκη που ζήσαμε, αν έπεφταν, θα ήταν πρόβλημα. Και η αλήθεια είναι ότι η χρήση τους υπήρξε καθοριστική για την προστασία μας όλον αυτό τον καιρό. Δυσανασχετήσαμε μαζί τους, ξεφυσήσαμε αρκετές φορές πίσω από το προστατευτικό τείχος τους, αλλά κατά βάθος εκτιμήσαμε την αξία τους. Ηταν η ασπίδα μας.
«Οποιος βγάλει τη μάσκα στο γραφείο, την έβαψε», είπε η συνάδελφος τις προάλλες, όταν κυκλοφόρησε στα πέριξ η είδηση για την κατάργηση της υποχρεωτικότητας της χρήσης μάσκας από την 1η Ιουνίου, σε όλους τους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, με κάποιες βέβαια εξαιρέσεις. Δεν την αδικώ που νιώθει αμηχανία. Νομίζω ότι πολύς κόσμος νιώθει το ίδιο. Είμαι σίγουρη ότι ένας ψυχίατρος θα εξηγήσει την ανασφάλεια που σε καταβάλλει όταν σου λένε ότι μπορείς να πετάξεις την ασπίδα σου. Το αλεξίσφαιρο γιλέκο, που βγάζει νοκ άουτ τα μικρόβια που έρχονται καταπάνω σου. Το μικρόβιο, για να ακριβολογούμε, εκείνο που φοβάσαι πιο πολύ. Οπως και να έχει, είναι στην κρίση του καθενός πώς θα χαιρετήσει την απόφαση.
«Είναι η καλύτερη επιδημιολογικά στιγμή να βγάλουμε τις μάσκες», τόνισε στον ΣΚΑΪ ο καθηγητής Πνευμονολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, Νίκος Τζανάκης. Δεν είναι ο μόνος που το λέει, βεβαίως, είναι η επικρατούσα άποψη των εμπειρογνωμόνων, η οποία μας επιτρέπει τώρα, ύστερα από δυόμισι χρόνια, να θυμηθούμε πώς είναι να μπαίνεις σε λεωφορεία και τρένα, να ψωνίζεις και να ταξιδεύεις ξε-μάσκωτος.
Μοιάζει σχεδόν απίστευτο ότι ήρθε αυτή η στιγμή, να πούμε αντίο στις μάσκες. Μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου, βέβαια, όπως είπαν, μετά θα ξημερώσει μια άλλη μέρα. Ας το χαρούμε όσο κρατήσει, και ας ελπίσουμε σε έναν αποχαιρετισμό που θα είναι για πάντα.
ΥΓ. Αυτό ήταν το καλύτερο.
Με τη μάσκα μπορώ να μιλάω μόνη μου όταν ψωνίζω και όταν περπατάω στο δρόμο, γιατί να την βγάλω;;;
— Quinoa Soup ??? (@quinoasoup) May 31, 2022
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News