Κάθε εξέλιξη στην οικονομία, θεσμική ή μη, θετική ή αρνητική, έχει διαφορετικές όψεις. Κάποιοι χάνουν, άλλοι κερδίζουν. Η αύξηση της τιμής των ενοικίων πλήττει τους ενοικιαστές αλλά ωφελεί τους ιδιοκτήτες ακινήτων. Η αύξηση της τιμής των γεωργικών προϊόντων πλήττει τους καταναλωτές αλλά ωφελεί τους παραγωγούς και τους προμηθευτές. Μόνο που αν τα αφήσεις όλα ελεύθερα, χωρίς παρέμβαση του κράτους, καταλήγεις στο Φαρ Ουέστ. Κάποιος έχει το άλογο και το περίστροφο, άλλος τρώει τη σφαίρα.
Ακόμη και σε θεσμικό επίπεδο η μεταρρύθμιση που (επιτέλους) επιτρέπει τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, σταματάει τη ροή συναλλάγματος για σπουδές στο εξωτερικό, αλλά ανοίγει ρωγμές στο εγχώριο κάστρο της ισότητας ευκαιριών: τις πανελλαδικές εξετάσεις.
Βγαίνοντας από μια τρομερή δεκαετή κρίση, μια πανδημία που συμβαίνει κάθε 100 χρόνια και αντιμετωπίζοντας ακόμη τον διεθνή πληθωρισμό, που πάτησε τώρα στις εγχώριες παθογένειες της αγοράς, η Ελλάδα (όσο κι αν δεν το αισθανόμαστε) έχει μπροστά της μια περίοδο ανάπτυξης. Τι σημαίνει αυτό με απλά λόγια; Οτι ως χώρα θα γίνουμε πιο πλούσιοι. Αυτό προβλέπουν όλοι οι διεθνείς οργανισμοί που χαιρετίζουν τις μεταρρυθμίσεις και το φιλικό κλίμα για τις επενδύσεις. Ομως αυτό που δεν μπορούν να προβλέψουν η ΕΕ, ο ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα είναι πώς θα γίνουμε πιο πλούσιοι, πώς θα κατανεμηθεί δηλαδή το μέρισμα της ανάπτυξης.
Το βήμα που έγινε, να θεωρείται η χώρα προορισμός για ξένες επενδύσεις, δεν ήταν καθόλου αυτονόητο το 2015 ή το 2018. Απαιτούσε ηγεσία και απόφαση να πάει κανείς κόντρα σε ιδεοληψίες. Στην πορεία φάνηκε ότι η κοινωνία ήταν ώριμη για τέτοιες αποφάσεις. Τώρα; Τώρα, εκτός από τις ευκαιρίες που γεννούν τα περίπου 60 δισ. ευρώ που θα πέσουν στην Ελλάδα από τα ευρωπαϊκά ταμεία τα επόμενα πέντε χρόνια, παρουσιάζεται κι ένας κίνδυνος. Να θεωρηθεί το κράτος στους πιο ευαίσθητους τομείς του, στην Παιδεία και την Υγεία, «τελειωμένη ιστορία».
«Μα δεν έπρεπε να θεωρηθεί τελειωμένη ιστορία;», θα ρωτούσε κάποιος, σκεπτόμενος τις όψεις του κράτους που είχαν μείνει στη δεκαετία του 1960. Η απάντηση είναι «προφανώς»: το ψηφιακό κράτος, που παρέκαμψε μεγάλα τμήματα του απολιθωμένου Δημοσίου, ήταν μια επανάσταση που πέτυχε. Το θεωρούμε αυτονόητο πια ότι ξεμπλέξαμε από τις σφραγίδες, τον αριθμό πρωτοκόλλου, το γνήσιο υπογραφής και τα χαρτόσημα στον αξιωματικό υπηρεσίας του αστυνομικού τμήματος.
Τι γίνεται όμως στους τομείς που δεν μπορεί να γίνει παράκαμψη; Κάποιοι θα ισχυριστούν ότι εκεί υπάρχει η επιλογή του ιδιωτικού τομέα για όσους μπορούν να πληρώσουν: στην Αμερική έχουν ακόμη και ιδιωτικά πυροσβεστικά τμήματα, πληρώνεις και έχεις καλές υπηρεσίες…
Εκεί βρίσκεται το πραγματικό στοίχημα για τον Μητσοτάκη. Δεν αφορά το εκλογικό ποσοστό των ευρωεκλογών ή τη φωτογραφία της συγκυρίας του πληθωρισμού. Οταν ο πληθωρισμός (που τώρα δικαίως προκαλεί οργή) σταματήσει να καλπάζει και να τρώει το διαθέσιμο εισόδημα, οι επιπτώσεις που θα αφήσει το τριετές κύμα μπορούν να αντιμετωπιστούν. Πολύ πιο εύκολα δε, σε περιόδους ανάπτυξης.
Το στοίχημα για τον Πρωθυπουργό που έβγαλε την οικονομία από την κατηγορία basket case («της πλάκας» ή «καμένο χαρτί») στα μάτια των αγορών και των ξένων επενδυτών, είναι τώρα τα εγχώρια «καμένα χαρτιά». Από την καθημερινή μας εμπειρία, τις συνομιλίες με τους φίλους, τους συγγενείς και τους γνωστούς μας, το κλίμα που εισπράττουμε όλοι είναι ότι η δημόσια Υγεία και η Παιδεία στην Ελλάδα «δεν θα αλλάξουν ποτέ». Οτι το κράτος σε αυτούς τους τομείς είναι «τελειωμένη ιστορία». Μπορεί άραγε να αλλάξει αυτή η αντίληψη που κατατρύχει όχι μόνο τον μέσο πολίτη αλλά και όσους εργάζονται -και κάποιοι δίνουν την ψυχή τους- σε αυτά τα πεδία;
Τα επόμενα χρόνια είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία για να αρχίσει η προσπάθεια να αντιστραφεί η κατάσταση. Αν δεν συμβεί και επικρατήσουν άλλες προτεραιότητες, το κατώτερο τμήμα της μεσαίας τάξης που δεν εισπράττει επιδόματα, δεν μετέχει στο επιχειρείν, δεν νοικιάζει ακίνητα και δεν έχει λεφτά για ιδιωτική υγεία και παιδεία θα βιώσει μια νέα διεύρυνση των ανισοτήτων. Διότι αυτό ακριβώς θεραπεύει ένα αξιοπρεπές κράτος: μειώνει τις ανισότητες με τρόπο δομικό. Ενώ τα επιδόματα βοηθούν (και κακώς λοιδορούνται), αλλά βοηθούν προσωρινά.
Σε αυτούς τους τομείς, με την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στα νοσοκομεία, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, υπάρχει, λοιπόν, η εντύπωση ότι «τα πράγματα δεν θα αλλάξουν ποτέ και σίγουρα δεν αλλάζουν σε μια τετραετία». Δεν ισχύει. Οταν πιστεύουμε ότι τα πράγματα τείνουν προς το μηδέν, το λίγο είναι πολύ. Ακόμη και ένα πρώτο βήμα, που απαιτεί προφανώς πόρους και οργάνωση, μπορεί να προκαλέσει τεράστιο σοκ. Ακριβώς γιατί δεν το περιμένει κανένας.
Τα θετικά σοκ μπορούν να αντιστρέψουν την ψυχολογία. Αρκεί να υπάρξουν οι όροι (οργανωτικοί και υλικοί, ακόμη και κατ’ εξαίρεση) ώστε οι άνθρωποι που δουλεύουν και θέλουν να προσφέρουν σε αυτούς τους τομείς (και δεν είναι λίγοι) να αποκτήσουν το κίνητρο να υπερασπιστούν τη δουλειά τους. Και να μην βυθίζονται στην απογοήτευση και την παραίτηση.
Κλείνοντας, ας δούμε ένα υποθετικό σχήμα. Αν σε μια χώρα τα δημόσια σχολεία, τα πανεπιστήμια και το σύστημα υγείας λειτουργούν καλά, οι πολίτες που δεν μπορούν να πληρώσουν τις αντίστοιχες υπηρεσίες στην αγορά δεν αισθάνονται πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Αν λειτουργούν πολύ καλά, οι ίδιοι πολίτες μπορεί να θεωρήσουν ακόμη και «κορόιδα» όσους πληρώνουν. Υπάρχει άραγε πιο φιλόδοξος στόχος για έναν πολιτικό;
Στην περίπτωση του Κυριάκου Μητσοτάκη, τέτοια πράγματα κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στο Kεντροδεξιός από το σκέτο Δεξιός (όπως φυσικά και σειρά άλλων, με τελευταία την παρέμβαση για την ισότητα στον γάμο). Η μεγάλη μεταρρύθμιση του Γεωργίου Παπανδρέου στην Παιδεία (1964) έδωσε τη δυνατότητα στον φτωχό να σπουδάσει, ενώ η ίδρυση του ΕΣΥ (1983) από τον Ανδρέα Παπανδρέου πρόσφερε κάλυψη στους μη έχοντες. Ενώ και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, παρότι Δεξιός, τόνιζε στη δεύτερη και πιο ώριμη φάση του ότι πάνω απ’ όλα η ΝΔ, που ίδρυσε το 1974, «είναι μια παράταξη λαϊκή».
Εδώ που φτάσαμε ακόμη και ένα πρώτο βήμα στους δύο αυτούς τομείς που έχουν μπει (ιδίως μετά τα μνημόνια) σε μια πορεία προς την ολοκληρωτική φθορά μπορεί να αποδειχθεί ιστορικό. Με όλη τη σημασία της λέξης. Αντίθετα, μια ακόμη σπρωξιά στην κατηφόρα μπορεί να σφραγίσει με αρνητικό τρόπο μια περίοδο ανάπτυξης ως περίοδο διεύρυνσης των ανισοτήτων.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News