Η ταχεία πτώση του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ Ασαντ αντανακλά τις δραματικές αλλαγές που σάρωσαν το στρατηγικό τοπίο της Μέσης Ανατολής τον περασμένο χρόνο. Μετά από το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου στη Συρία το 2011, ο Ασαντ παρέμεινε στην εξουσία για περισσότερο από μια δεκαετία, παρά το γεγονός ότι αντιμετώπιζε έναν συνασπισμό δυνάμεων υποστηριζόμενων από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Τουρκία. Ομως μόλις 11 ημέρες αφότου η ανταρτική ομάδα Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS) εξαπέλυσε την επίθεσή της, ο Ασαντ κατέφυγε στη Ρωσία, τερματίζοντας την 50χρονη δυναστεία της οικογένειάς του.
Αυτή η κατάληξη ήταν το αποτέλεσμα χρόνιας αναποτελεσματικής διακυβέρνησης και οικονομικών και κοινωνικών δυσκολιών, με ακόμη και την κοινότητα των Αλαουιτών που ήταν η βάση υποστήριξης του Ασαντ να αυτομολεί αμαχητί. Το τέλος ήρθε όταν οι κύριοι εξωτερικοί υποστηρικτές του Ασαντ, η Ρωσία και το Ιράν, τον εγκατέλειψαν επίσης, αποκαλύπτοντας τη δραστική αποδυνάμωση αμφότερων των δύο χωρών. Ο πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας συνεχίζει να εξαντλεί τους πόρους της και να ανησυχεί το Κρεμλίνο, ενώ η εκστρατεία του Ισραήλ, μετά από την 7η Οκτωβρίου, κατά της Χαμάς, της Χεζμπολάχ (που παρείχε σημαντική υποστήριξη στο καθεστώς Ασαντ) και του ίδιου του Ιράν έχει σακατέψει τον υπό την ηγεσία του Ιράν «Αξονα της Αντίστασης».
O Aσαντ, ένας βάναυσος ηγεμόνας που πρόδωσε τον λαό του, δεν θα λείψει στους Σύρους. Πολλοί γιορτάζουν στους δρόμους και οι πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στο εξωτερικό ή σε θύλακες της αντιπολίτευσης στη Συρία αρχίζουν να επιστρέφουν στα σπίτια τους.
Η πτώση του Ασαντ θα μπορούσε επίσης να επιφέρει ευρύτερα περιφερειακά οφέλη. Το καθεστώς του Ασαντ διευκόλυνε τη ροή όπλων από το Ιράν προς τη Χεζμπολάχ. Η νέα ηγεσία στη Δαμασκό θα μπορούσε να μειώσει περαιτέρω την ιρανική επιρροή και να διαδραματίσει εποικοδομητικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας πιο σταθερής περιφερειακής τάξης πραγμάτων.
Αλλά η ελπίδα πρέπει να συνοδεύεται με προσοχή. Ανά τη Μέση Ανατολή η απομάκρυνση αυταρχικών ηγετών γενικά επέφερε βίαιο χάος, όχι σταθερή και χωρίς αποκλεισμούς διακυβέρνηση. Κατά την εποχή του Ασαντ η μειονότητα των Αλαουιτών εξουσίαζε μια σουνιτική πλειοψηφία: η ώρα της εκδίκησης μπορεί να πλησιάζει. Γενικότερα, ο ποικιλόμορφος πληθυσμός της Συρίας θα μπορούσε εύκολα να πέσει θύμα της πολιτικής του εθνοτικού και σεχταριστικού διχασμού.
Στην πραγματικότητα η Συρία ήταν ένα κράτος μόνο κατ’ όνομα πολύ πριν από τη φυγή του Ασαντ. Ο εμφύλιος πόλεμος διαίρεσε τη χώρα σε πολυάριθμα φέουδα που βρίσκονταν υπό τον αποτελεσματικό έλεγχο συχνά εχθρικών αντίπαλων ομάδων. Μία από αυτές τις ομάδες -οι Κούρδοι της Συρίας- ευθυγραμμίζεται με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), μια τρομοκρατική οντότητα, ωθώντας την Τουρκία να θέσει υπό τον έλεγχό της μια εκτεταμένης περιοχή του βορρά της Συρίας.
Δεδομένων αυτών των ρηγμάτων, οι εξτρεμιστικές ομάδες θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την πτώση του Ασαντ και τους κλυδωνισμούς που θα προκύψουν με στόχο την εδαφική επέκταση και την αύξηση της ισχύος τους. Αυτό συνέβη το 2014, όταν το Ισλαμικό Κράτος κατάφερε να καταλάβει ένα σημαντικό μέρος του Ιράκ και της Συρίας ως αποτέλεσμα του πολιτικού χάους σε αμφότερες τις χώρες. Οι εξτρεμιστικές ομάδες θα μπορούσαν, τώρα, να κάνουν το ίδιο, για αυτό το Ισραήλ πέρασε τις τελευταίες μέρες, δημιουργώντας μια «ζώνη ασφαλείας» πέρα από τα σύνορά του με τη Συρία, και καταστρέφοντας αποθέματα όπλων στη χώρα, ώστε να μην πέσουν σε λάθος χέρια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ίδια η HTS, η οποία άρχισε την πορεία της ως θυγατρική της Αλ Κάιντα και, όπως το PKK, εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες ως τρομοκρατική ομάδα. Ενώ οι ηγέτες του HTS έχουν δεσμευτεί για μετριοπάθεια και συμπερίληψη καθώς προσπαθούν να συγκροτήσουν μια εθνική κυβέρνηση, η οργάνωση έχει ιστορικό καταστολής.
Γενικότερα οι αντιμαχόμενες φατρίες της Συρίας μπορεί να επιδιώξουν το ξεκαθάρισμα λογαριασμών αντί για τη συνεργασία. Η επιρροή του Ιράν στη Συρία έχει μειωθεί δραστικά, αλλά η Ισλαμική Δημοκρατία θα αποπειραθεί να παίξει κάποιο ρόλο, καθώς οι πρώην πληρεξούσιοί της -ιδιαίτερα οι απαγορευμένοι Αλαουίτες, μια σιιτική αίρεση- θα ανταγωνίζονται με αντίπαλες ομάδες για ισχύ. Με λίγα λόγια υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαν να πάνε στραβά.
Κοιτάζοντας το μέλλον, η πορεία της Συρίας θα εξαρτηθεί καταρχάς και κυρίως από την ικανότητα των μυριάδων παικτών της να επιτύχουν μια πολιτική μετάβαση χωρίς αποκλεισμούς. Η ανοικοδόμηση ενός λειτουργικού κράτους θα απαιτήσει την αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας, η οποία, με τη σειρά της, θα εξαρτηθεί από την προθυμία πολλών ενδιαφερομένων να μοιραστούν την εξουσία και να θυσιάσουν την αυτονομία τους στο όνομα της εθνικής ενότητας. Η άλλη βασική πρόκληση θα είναι η σφυρηλάτηση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου που θα παρέχει στους Σύρους ασφάλεια και οικονομικές ευκαιρίες.
Οι ίδιοι οι Σύροι πρέπει να επωμιστούν το μεγαλύτερο μέρος της σκληρής δουλειάς, αλλά η διεθνής κοινότητα καλείται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Αρχικά -έχοντας κατά νου τα σκληρά διδάγματα του Ιράκ, όπου η ολική εξάρθρωση του μπααθικού καθεστώτος προκάλεσε βίαιο χάος- οι εξωτερικές δυνάμεις θα πρέπει να πιέσουν τις πρόσφατα ενισχυμένες ομάδες της αντιπολίτευσης να απέχουν από τον βίαιο παραγκωνισμό των Αλαουιτών που ήταν η ραχοκοκαλιά του καθεστώτος Ασαντ.
Οι προοπτικές μιας διαρκούς διευθέτησης θα βελτιωνόταν σημαντικά εάν η ελίτ των Αλαουιτών ενσωματωνόταν επαρκώς σε έναν ευρύ κυβερνητικό συνασπισμό. Επιπλέον η Τουρκία και οι ΗΠΑ θα πρέπει να πιέσουν τους αντιπροσώπους τους στη χώρα -τον Συριακό Εθνικό Στρατό και τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις αντίστοιχα- να είναι εποικοδομητικοί παίκτες και να μην εναντιωθούν στη μεταβατική κυβέρνηση αλλά να συνεργαστούν.
Οι εξωτερικές δυνάμεις μπορούν επίσης να συμβάλουν στην αποτροπή της περαιτέρω κατάρρευσης του συριακού κράτους και της οικονομίας του. Η επίτευξη μιας μεταπολεμικής διευθέτησης θα καταστεί ακόμη πιο δύσκολη, εάν η ποιότητα ζωής συνεχίσει να επιδεινώνεται και βασικές υπηρεσίες, όπως η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση, δεν είναι διαθέσιμες. Ακριβώς κάτω από τέτοιες συνθήκες η αλλαγή καθεστώτος στο Ιράκ οδήγησε στη ριζοσπαστικοποίηση και στην κατάρρευση του κράτους.
Ως εκ τούτου η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να καταστρώσει και να εφαρμόσει ένα πολυμερές πρόγραμμα βοήθειας που θα συνδυάζει την ανθρωπιστική και οικονομική βοήθεια με μέτρα ανάπτυξης ικανοτήτων. Ως χώρες υποδοχής μεγάλου αριθμού σύρων προσφύγων η Τουρκία και τα κράτη της ΕΕ ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την έγκαιρη εφαρμογή μιας πολυμερούς στρατηγικής για την ενίσχυση των κατάλληλων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών με στόχο την ασφαλή, εθελοντική επιστροφή του εκτοπισμένου πληθυσμού.
Η πτώση του Ασαντ δημιούργησε μια ευκαιρία για την πολιτική και οικονομική ανασυγκρότηση ενός σημαντικού αραβικού κράτους και την αναμόρφωση του περιφερειακού του ρόλου. Ομως οι επόμενοι μήνες είναι κρίσιμοι. Το ιστορικό των προσπαθειών για τη σταθεροποίηση των κοινωνιών μετά από συρράξεις στην περιοχή είναι γεμάτο αποτυχίες. Η Συρία των τελευταίων 13 ετών είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπως είναι επίσης το Αφγανιστάν, το Ιράκ και η Λιβύη.
Ο Charles A. Kupchan είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν και ανώτερος εταίρος του Council on Foreign Relations. Ο Sinan Ulgen, πρώην διπλωμάτης, είναι διευθυντής της EDAM, μιας δεξαμενής σκέψης με έδρα την Κωνσταντινούπολη, και ανώτερος εταίρος του Carnegie Europe. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News