Κατά την εναρκτήρια ομιλία του στην ετήσια συνάντηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR) ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας είπε ότι, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, τον Νοέμβριο, οι Ευρωπαίοι «πρέπει να σκεφτούν πώς να διευθετήσουν καλύτερα τις συγκρούσεις στη γειτονιά τους, ακόμη και χωρίς τις ΗΠΑ».
Η άποψή του είναι δημοφιλής. Πολλοί Ευρωπαίοι ειδικοί, όπως ο Τζάναν Γκανές και ο Βόλφγκανγκ Μίνχαου των Financial Times, υποστήριξαν ότι οι σχέσεις ΗΠΑ και ΕΕ δεν θα αλλάξουν σημαντικά, ακόμη και αν ένας Δημοκρατικός νικήσει τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Ενας Δημοκρατικός πρόεδρος, όπως υποστηρίζει το επιχείρημα, θα εξακολουθούσε να είναι προστατευτικός όσον αφορά το εμπόριο, συγκαταβατικός απέναντι στα υποτιθέμενα ένστικτα απομονωτισμού που έχουν οι Αμερικανοί, διόλου ενθουσιώδης να χρηματοδοτήσει την άμυνα της Ευρώπης. Τέτοια ανάλυση χρησιμοποιήθηκε αρχικά για τους γερουσιαστές Ελίζαμπεθ Γουόρεν, της Μασαχουσέτης, και Μπέρνι Σάντερς, του Βερμόντ, παρά την ισχυρή υποστήριξή τους στη διεθνή συνεργασία και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Τώρα μερικοί Ευρωπαίοι επεκτείνουν την ανάλυση και για στον Τζο Μπάιντεν.
Αλλά η ιδέα ότι ο Μπάιντεν δεν θα φέρει πραγματική αλλαγή στην αμερικανική πολιτική απέναντι στην Ευρώπη είναι αδιανόητη! Ο Μπάιντεν ήταν πάντοτε ένας ένθερμος ατλαντιστής και κατά τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας έχει δημιουργήσει στενές σχέσεις με σημαντικούς ευρωπαίους ηγέτες, συμπεριλαμβανομένης της γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ. Ως αντιπρόεδρος, από το 2009 έως το 2017, ο Μπάιντεν ήταν πάντα διαθέσιμος να παρέχει προσωπική διπλωματία, όταν ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα κωλυόταν.
Ενώ οι Ευρωπαίοι αναλυτές έχουν δίκιο να αμφιβάλλουν ότι η παλιά διατλαντική συμμαχία θα επιστρέψει απλώς στην κατάσταση πριν από τον Τραμπ, υποτιμούν τι θα σήμαινε η νίκη του Μπάιντεν για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Το Δημοκρατικό Κόμμα εξακολουθεί να είναι κόμμα αξιών, και μια κυβέρνηση Μπάιντεν θα επιδιώξει πλήρη επαναφορά μετά τα τέσσερα χρόνια του Τραμπ, αποκαθιστώντας την ιστορική δέσμευση της Αμερικής για υπεύθυνη ηγεσία στην παγκόσμια σκηνή.
Ενώ ο Τραμπ δαπανά χρόνο για να καβγαδίζει με την Ευρώπη για την αλλαγή του κλίματος, για το εμπόριο και για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο Μπάιντεν θα έφερνε την Αμερική πίσω στο διπλωματικό τραπέζι. Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να επανέλθουν στη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, να επιδιώξουν νέες εμπορικές συμφωνίες και να συμμετάσχουν σε προσπάθειες συνεργασίας ώστε να διασφαλίσουν ότι η τεχνολογική καινοτομία προσαρμόζεται με τα στάνταρ περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στην Ευρωπαϊκή Ενωση, η αίγλη της Αμερικής βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο όλων των εποχών χάρη στην αργή, ασυνάρτητη και αναποτελεσματική αντίδραση της κυβέρνησης Τραμπ στην κρίση του COVID-19, ένα σημαντικό μέρος της οποίας περιελάμβανε κατηγορίες εναντίον άλλων χωρών, αντί να συνεργαστεί μαζί τους. Αντί να καταπολεμήσουν την κρίση χρησιμοποιώντας τους πόρους του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) και άλλων πολυμερών οργανισμών, οι ΗΠΑ απαγόρευσαν τα ταξίδια από την Ευρώπη χωρίς προειδοποίηση και ανακοίνωσαν ότι θα διακόψουν τη χρηματοδότηση του ΠΟΥ. Ενας από τους πρώτους στόχους εξωτερικής πολιτικής του Μπάιντεν θα είναι σίγουρα η διόρθωση αυτών, και η αντιμετώπιση του COVID-19 ως παγκόσμιας κρίσης. Αυτό σημαίνει μόχλευση της διεθνούς συνεργασίας για την προστασία των Αμερικανών από την πανδημία (και την επακόλουθη οικονομική καταστροφή), αλλά και για την καθοδήγηση των παγκόσμιων προσπαθειών προς καταπολέμηση της απειλής.
Με τον Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο, οι ευρωπαϊκές εταιρείες τηλεπικοινωνιών, όπως η Nokia και η Ericsson, θα αναγνωρίζονταν και θα υποστηρίζονταν ως πρωταθλητές της διατλαντικής συμμαχίας 5G και οι ΗΠΑ θα βοηθούσαν την Ευρώπη να απογαλακτιστεί από το ρωσικό αέριο, καθώς κινείται προς τη μετάβαση της καθαρής ενέργειας. Ακόμη, μια διοίκηση Μπάιντεν θα αναγνώριζε την ανάγκη να διαπραγματευτεί με τη Ρωσία την ανανέωση της συνθήκης περί πυρηνικών όπλων New START, όταν αυτή λήξει το 2021. Και θα ακολουθούσε άλλες μορφές ελέγχου των όπλων για να προωθήσει τα συμφέροντα της Ευρώπης και των ΗΠΑ στην ασφάλεια, αλλά και για να αποτρέψει μία νέα κούρσα εξοπλισμών.
Πιο συγκεκριμένα, μια κυβέρνηση Μπάιντεν θα τερμάτιζε κάθε είδους παζάρι και θα έδινε πίστη στις δεσμεύσεις της Αμερικής έναντι των εταίρων και των συμμάχων της παντού στον κόσμο. Το μόνο ερώτημα είναι αν και η Ευρώπη θα ήταν διατεθειμένη να κάνει τις δύσκολες επιλογές που απαιτούνται για την αναζωογόνηση της συμμαχίας.
Ο Τραμπ επέτρεψε στην Ευρώπη να αποφύγει τέτοιες επιλογές, επειδή η εξωπραγματική του συμπεριφορά έχει αποσπάσει την προσοχή από τα περισσότερα άλλα ζητήματα. Για παράδειγμα, με όλα τα μάτια στραμμένα στην παροξυμένη σινο-αμερικανική διαμάχη, η ΕΕ έχει γίνει πιο φιλική προς την Κίνα. Στις αρχές Ιουνίου, ο Γιοσέπ Μπορέλ, ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για τα εξωτερικά θέματα, δήλωσε ότι η Ευρώπη δεν θεωρεί την Κίνα στρατιωτική απειλή. Και ενώ οι πολιτικοί ηγέτες των ΗΠΑ, και των δύο κομμάτων, έχουν ηχηρά καταδικάσει την από πλευράς Κίνας επιβολή ενός νέου νόμου περί ασφαλείας στο Χονγκ Κονγκ, η αντίδραση της ΕΕ ήταν σχετικά ήπια.
Υπ’ όψιν ότι η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός συνασπισμός στον κόσμο. Με αρκετή αποφασιστικότητα, η Ευρώπη, σε στενή συνεργασία με τις ΗΠΑ, θα μπορούσε να έχει σημαντική συμμετοχή στην προώθηση ενός πολυμερούς συστήματος βασισμένου σε κανόνες. Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να δαπανήσει πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο.
Το ίδιο ισχύει για ζητήματα που είναι πιο ευρωπαϊκά. Η Ευρώπη έχει πολλά να κερδίσει συνεργαζόμενη στενά με τις ΗΠΑ ώστε να ενισχύσει την ανεξαρτησία και την αντοχή της Ουκρανίας εναντίον της επιθετικότητας του Κρεμλίνου, ιδίως με την υποστήριξη του προσφάτως ανανεωθέντος καθεστώτος κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Η ΕΕ έχει επίσης συμφέρον να ξεκαθαρίσει τα της ενταξιακής πορείας των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων και να τερματίσει τις κωλυσιεργίες που για καιρό χρησιμοποιούν άλλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Τουρκία. Φέρνοντας τα Δυτικά Βαλκάνια στη διατλαντική οικογένεια, η Ευρώπη θα μπορούσε να βασιστεί στην υποστήριξη μιας διμερούς πλειοψηφίας στο αμερικανικό Κογκρέσο.
Η επιδίωξη οποιουδήποτε από αυτούς τους στόχους θα απαιτούσε από την ΕΕ να θέσει τις αξίες της πάνω από την πολιτική και διπλωματική σκοπιμότητα. Κάτι τέτοιο θα έδειχνε στο αμερικάνικο κοινό ότι η Ευρώπη δεν είναι ο τζαμπατζής που λέει ο Τραμπ, αλλά μάλλον ένας σίγουρος, αξιόπιστος συνεργάτης. Στην πραγματικότητα, οι Αμερικανοί συχνά κοιτάζουν στην Ευρώπη για πολιτικές ιδέες, από την ανάληψη της Big Tech και την προστασία της ιδιωτικής ζωής έως την παροχή υγειονομικής περίθαλψης και άλλα κρίσιμα στοιχεία του δικτύου κοινωνικής ασφάλειας. Μια αναζωογονημένη διατλαντική σχέση θα μπορούσε να ενισχύσει τη ροή των ευρωπαϊκών ιδεών προς τις ΗΠΑ.
Το βέβαιο είναι ότι Ο Αλεξ Σόρος, αναπληρωτής πρόεδρος του Open Society Foundations και γιος του κροίσου Τζορτζ Σόρος, έγραψε στο Project Syndicate άρθρο για τη σημασία που θα έχει στις σχέσεις ΗΠΑ – Ευρώπης αλλά και στο ΝΑΤΟ η επικράτηση του Τζο Μπάιντεν στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Ακολουθεί το πλήρες κείμενο, το οποίο φέρει τον τίτλο «Νίκη του Μπάιντεν θα ανατάξει τις διατλαντικές σχέσειςΕυτυχώς, αυτό δεν πρέπει να είναι δύσκολο. Η δημοσκόπηση από τη National Security Action έδειξε με συνέπεια ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί ανησυχούν για την κακή, από πλευράς Τραμπ, διαχείριση των σχέσεων των ΗΠΑ με άλλες χώρες και θα προτιμούσαν να δουν την κυβέρνηση των ΗΠΑ να υπερασπίζεται τις αξίες της Αμερικής, συμπεριλαμβανομένων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, τα διάφορα τηλεοπτικά ξεσπάσματα του Τραμπ εναντίον της διατλαντικής συμμαχίας έχουν δώσει στην Ευρώπη κάθε λόγο να ομφαλοσκοπεί και να υψώνει προστατευτικά εμπόδια. Ωστόσο, τα δεδομένα της έρευνας από το ECFR δείχνουν ότι πολλοί από αυτούς τους Ευρωπαίους που υποστηρίζουν τώρα τον προστατευτισμό είναι απογοητευμένοι πρώην υποστηρικτές της διατλαντικής συμμαχίας. Με μια αλλαγή στην ηγεσία των ΗΠΑ και μια πιο οικεία προσέγγιση από την Ουάσινγκτον, η απογοήτευσή τους μπορεί να αρχίσει να μειώνεται.
Οι ευρωπαίοι αναλυτές μπορούν να συνεχίσουν να στρεβλώνουν τα γεγονότα σχετικά με τον Μπάιντεν, τους Δημοκρατικούς και τις απόψεις των Αμερικανών για την εξωτερική πολιτική. Μειώνοντας τις προσδοκίες, θα διευκολύνουν τη μελλοντική διοίκηση Μπάιντεν να φανεί καλύτερη στα μάτια του ευρωπαϊκού κοινού. Οι σχέσεις και οι συμμαχίες αφορούν την οξυδέρκεια περισσότερο απ’ όλα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News