Υπάρχει ένας αυτοματισμός δικός μου, μια σύνδεση για ό,τι ενδιαφέρον ζω, ό,τι με ξαφνιάζει να νιώσω πολλά, ό,τι με συγκινήσει… Σπεύδω στη γραφή. Λες και διψάνε τα χέρια μου και πρέπει να το καταγράψω για να ξεκαθαρίσω αισθήσεις, εντέλει για να ησυχάσω. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο ανακουφιστική είναι η ησυχία της τελευταίας λέξης. (Ασχέτως αν ξαναγίνεται ανησυχία για ό,τι μετά ψαχουλεύεις σε δεύτερο γύρο και τρίτο και και…) Σπανιότατα υπάρχουν θέματα που με ταλανίζουν άγραφα για μέρες. Ετσι συνέβη με το κείμενο «Βυζάκια σας φιλώ», όταν συνόδευσα μια φίλη που πάλευε έναν καρκίνο στο χειρουργείο της αποκατάστασης. Ετσι και με τη «Φόνισσα»… Περίεργη σύνδεση.
Υπάρχουν μερικά βιβλία που δεν μπορεί ο νους μου να χωρέσει τη μεγαλοφυΐα του συγγραφέα τους. Για παράδειγμα, η «Μήδεια» του Ευριπίδη. Η «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη. Πώς να καταφέρει άλλος δημιουργός να λογαριαστεί στο δυσθεώρητο κύμα τους χωρίς να τον καταπιεί; Τι διάολο κατάφερε, πώς το κατάφερε, αυτό το ταλαντούχο πλάσμα, Εύη Νάθενα;
Παρακολούθησα το κινηματογραφικό έργο πριν δέκα μέρες. Μα αδύνατον να γράψω εντυπώσεις. Ανήκουστη τέτοια καθυστέρηση. Ακατάστατα ακόμα και τώρα θα σας μεταφέρω: δεν παρακολούθησα ένα κινηματογραφικό έργο, αλλά… Αυτό είναι το δύσκολο. Πώς το βαφτίζεις; Παρακολούθησα μια performance με κεντρικό πρόσωπο την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Παρακολούθησα ένα έργο ασπρόμαυρο, ενώ νομίζω, ακόμα και τώρα δεν είμαι σίγουρη ότι μάλλον ήταν έγχρωμο.
Κάθε πλάνο του ήταν ένα αυτόνομο έργο τέχνης. (Επ’ αυτού μού θύμισε το αγαπημένο μου έργο «Ida» του Πολωνού Πάβελ Παβλικόφσκι). Το τοπίο δεν ξεχώριζε από τους ανθρώπους. Οπως τα οικήματά τους τότε γίνονταν από υλικά της γης τους και δεν ξεχώριζαν, δεν επιβάλλονταν… Ετσι και οι άνθρωποι. Η Καρυοφυλλιά, η αχάιδευτη Χαδούλα, είναι, λες, γέννα του τοπίου. Το πρόσωπο, οι εκφράσεις της, είναι βράχος, είναι άγριος αέρας που λυσσομανάει νου και ψυχές, είναι αβυσσαλέα γκρέμια, όπως τα μέσα της, είναι μοναξιά άγρια. Τόπος άγονος που δεν θα μπορούσε να ταΐσει καμία ανθρώπου πείνα.
Κάθε ήχος, ακόμα και του αργαλειού, ακούγεται σαν θανατικού καμπάνα. Κάθε μορφή, όπως παρουσιάζεται, μοιάζει με κατάδικου. Κανένας χώρος-τόπος στην ταινία δεν έχει κανένα καλλωπιστικό στοιχείο. Και αυτό ενέτεινε το «ασπρόμαυρο». Στιγμές έφερε σε αρχαία τραγωδία. Συγκλονιστική η σκηνή της κηδείας. Η Φόνισσα, ως κεντρικό πρόσωπο, άκρυφτη, αν και όχι στο κέντρο, και ο χορός να περνάει.
Παραλλήλως παρακολουθείς, υπόγεια παρακολουθείς, το διαγενεακό τραύμα να παραδίδεται σκυτάλη, από μάνα (Μαρία Πρωτόπαππα) σε κόρη (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη), σε κόρες, τραύμα δραματικά ανεπεξέργαστο. «Πάρ’ το. Να αντέχεις». Τα πάντα να τα αντέχεις. Πίσω από κάθε αλλόκοτη, σκληρή πράξη, παρακολουθείς κλαδιά της Μύησης. Την αυτή μύηση, από άλλη «πόρτα», ισχύος πια (μαύρη ισχύς), συνειδητοποιείς και για τους άνδρες. Καταλήγεις σε δυο φύλα ανυπόφορα μόνα. Αγεφύρωτα μόνα. Ερημα παντέρημα σε άγονο τόπο. Φτώχεια.
Και δεν καταλήγεις στο τι περνούσαν οι γυναίκες, αλλά στο πόσα σπουδαία κατάφερε η ανθρωπότητα, βήμα βήμα στα χρόνια, γέφυρες να ελευθερώσουν και τους δύο. Εκείνη ωστόσο έσπασε την αλυσίδα με τις βρεφοκτονίες. Στη λογική του παραλόγου της. Στη συνειδησιακή της αυτόνομη ηθική. Επίσης, η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, οι λέξεις του οι μαγευτικές, ο τονισμός ο δικός του… Τα πάθια… Με λιώνει. «Ο νους που ψηλώνει», όπως περιγράφει την ψυχική νόσο ο κοσμοκαλόγερος. Ενώνοντας τον άνθρωπο με το θείο. Δεν τον χαμηλώνει. Σε χρόνια που κορόιδευαν τον τρελό του χωριού. Ο Παπαδιαμάντης επάνω, πιο πάνω… Ο νους που ψηλώνει. Και κατορθώνει η Νάθενα μια ταινία με τον λόγο του αντίδωρο. Τι δύσκολο εγχείρημα!
Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο συχνά δημιουργοί, δήθεν καλλιτεχνικά ανήσυχοι, ασχημονούν, αλλάζουν τα φώτα στα πιο φωτεινά, καταπιάνονται αδίστακτα, αυθάδικα, με κλασικά έργα. Ισχυρίζονται μια δεύτερη, δική τους ανάγνωση, δραματικά αμόρφωτοι στην πρώτη. Απορείς για την ξιπασμένη τους έπαρση, τη θρασεία εγωπάθειά τους. Η Εύα Νάθενα έχει αντίληψη της βαριάς ευθύνης. Το επιτυχημένο εγχείρημά της φέρει κάτι από την ταπεινότητα του δημιουργού της «Φόνισσας». Αν ο Παπαδιαμάντης καθόταν σε μια αίθουσα, νομίζω θα χαμογελούσε ήσυχος.
ΥΓ.: Για σκεφτείτε! Ο ίδιος δεν χάρηκε το έργο του σε βιβλίο, παρά ως συνέχειες στο περιοδικό Παναθήναια το 1902, με υπότιτλο «Κοινωνικόν μυθιστόρημα». Τι σκληρή η μοίρα για έναν Χαλεπά, έναν Βαν Γκογκ, έναν Παπαδιαμάντη. Και πόσοι άλλοι…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News