Πάντα θεωρούσα ότι το impostor syndrome είναι από αυτές τις μπούρδες του corporate «φεμινισμού». Οτι αφορά αποκλειστικά γυναίκες τύπου Σέριλ Σάντμπεργκ, με τη «βγες μπροστά» φιλοσοφία και τα κατεψυγμένα ωάρια. Αυτές που, πριν πάνε το μεσημέρι να γευματίσουν με τον έτερο CEO, νιώθουν πού και πού τσιμπιές ανασφάλειας (αλλά στην πραγματικότητα απλώς τις στενεύει η ψιλόμεση pencil φούστα τους).
Για όποιον δεν το έχει ξανακούσει, είναι αυτή η ύπουλη εσωτερική φωνή που σου λέει ότι όσο καλό βιογραφικό και αν έχεις, δεν αξίζεις μία. Πως για ό,τι έχεις καταφέρει ευθύνεται η τύχη ή η ατυχία κάποιου άλλου, το timing, ο καθηγητής στο Αστικό Δίκαιο που σε συμπαθούσε, το Gulf Stream, τα ωραία σου τα μάτια. Οτι ΟΚ, μπορεί να κατάφερες να τους πείσεις για λίγο πως κάτι σκαμπάζεις, αλλά αργά ή γρήγορα θα ανακαλύψουν τι είσαι και θα σε αλείψουν με πίσσα και πούπουλα.
Η αλήθεια είναι όμως ότι αυτή την καταραμένη φωνή αυτοαμφισβήτησης και αυτοϋπονόμευσης την έχω ακούσει από αρκετές γυναίκες όλων των ηλικιών. Και υποψιάζομαι ότι πρέπει να έχω πέσει και εγώ θύμα της. Είναι, υποθέτω, κάτι σαν τον «απαίσιο συγκάτοικο» που μου είχε πει σε μια συνέντευξη η Αριάνα Χάφινγκτον, όταν κάποια στιγμή τόλμησα να υπαινιχθώ πόσο μη φωτογενής είμαι: «Μην αφήνεις τον “απαίσιο συγκάτοικο” να σε κάνει ό,τι θέλει», μου είχε πει με νόημα – και, παραδόξως, υπάκουσα.
Δεν είναι σύνδρομο
Τελικά τι «παίζει» με το «σύνδρομο του απατεώνα»; Προ ημερών σκόνταψα στους Financial Times, σε μια άκρως διαφωτιστική συνέντευξη της μίας (εκ των δύο) καθηγητριών Ψυχολογίας που εμφύσησαν ζωή στον όρο, εν έτει 1978 παρακαλώ.
Η 85χρονη σήμερα Πολίν Κλανς, μεταξύ άλλων, διευκρινίζει ότι δεν πρόκειται για «σύνδρομο», αφού δεν πληροί τα κριτήρια για τα manual της ψυχιατρικής, αλλά κάποια στιγμή κουράστηκε να το λέει και το «σύνδρομο» παρέμεινε. To βέβαιο είναι ότι και η ίδια το βίωσε έντονα καθώς μεγάλωνε τη δεκαετία του ’40 στη Βιρτζίνια (με το παρατσούκλι «Tiny», δηλαδή «Μικροσκοπική»), το τελευταίο από τα έξι παιδιά ενός χειριστή πριονιστηρίου.
Ηταν η μόνη από την οικογένειά της που πέρασε το κατώφλι ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, σπουδάζοντας ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Κεντάκι, πάντα με υψηλές ακαδημαϊκές αποδόσεις και απύθμενες ανασφάλειες. Από μικρή ακόμα, πριν γράψει οποιοδήποτε διαγώνισμα, έλεγε στη μητέρα της «Θα αποτύχω!», πράγμα που δεν συνέβη ποτέ. Οταν πια ξεκίνησε το PhD της, οι συμφοιτήτριές της έπαψαν να της δίνουν σημασία κάθε φορά που παραπονιόταν ότι δεν κοιμάται από το άγχος για τις εξετάσεις.
Οταν τελικά έπιασε δουλειά ως επίκουρη καθηγήτρια στο Oberlin College διαπίστωσε ότι δεν χρειάζεται να είσαι θυγατέρα βιοπαλαιστή για να βιώσεις αυτόν τον φρικτό, διαβρωτικό τρόμο ότι δεν αξίζεις. Είδε πολλά κορίτσια με υψηλότατες βαθμολογίες, από τα καλύτερα σχολεία της χώρας, να εκφράζουν την ίδια ανασφάλεια που και η ίδια πάλευε να καταπνίξει.
Ωσπου μια μέρα μία από τις φοιτήτριές της τής είπε εμπιστευτικά τη φράση-κλειδί: «Ανάμεσα σε τόσους χαρισματικούς φοιτητές αισθάνομαι σαν… απατεώνισσα».
Κάπως έτσι προέκυψε η εργασία «The Impostor Phenomenon in High Achieving Women» (τη συνυπέγραφε με τη Σούζαν Aϊμς), η οποία περιέγραφε εν λεπτομερεία «αυτή την εσωτερική εμπειρία της νοητικής εξαπάτησης» που δεν εξαρτιόταν ποσώς από την ηλικία ή την κοινωνική τάξη, ούτε καν από την πληθώρα πειστηρίων περί του… αντιθέτου.
Κάπως έτσι «τσίμπησαν» τον όρο πολλές γυναίκες σε υψηλά κλιμάκια, που εκείνη την εποχή όντως πάλευαν να αναρριχηθούν –παλεύοντας με «εσώτερα εμπόδια»– σε άκρως ανδροκρατούμενα περιβάλλοντα.
Για πολλούς λόγους, το «φαινόμενο του απατεώνα» δεν μπορούσε να αφορά έναν άνδρα overachiever. Δύσκολα θα άκουγες π.χ. ένα alpha male των ’80ς να ομολογεί: «Δεν νομίζω ότι είμαι αρκετά καλός γι’ αυτή τη θέση». Η τεστοστερόνη πήγαινε –και πηγαίνει;– σχεδόν αγκαζέ με μια παραφουσκωμένη, oversized αυτοπεποίθηση.
Αρκετά αργότερα, η Σέριλ Σάντμπεργκ, πρώην COO τoυ Facebook και «φεμινιστικό icon της νέας χιλιετίας», αφιέρωσε στο «σύνδρομο» ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου της «Lean in» («Βγες μπροστά», στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη): «Σε όλα τα στάδια της καριέρας μου απέδιδα την επιτυχία μου στην τύχη».
Πήραν και άλλες πολλές σειρά, και από άλλους χώρους. Η Μισέλ Ομπάμα, η Τζασίντα Αρντερν, η Εμα Στόουν, η Lady Gaga, η Μέριλ Στριπ («Γιατί να θέλει κανείς να με ξαναδεί να παίζω σε ταινία;»), η βραβευμένη αφροαμερικανίδα πεζογράφος και ποιήτρια Μάγια Αγγέλου («Εχω γράψει 11 βιβλία, αλλά κάθε φορά σκέφτομαι “Ωχ, να δεις που τώρα θα με ανακαλύψουν!»)
Το impostor πάει με όλα
Τώρα πια το «σύνδρομο του απατεώνα» τείνει να γίνει unisex. Την αρχή έκανε, νομίζω, ο Ντάνιελ Κουάν, συν-σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος της ταινίας «Τα Πάντα Ολα», που παραδέχτηκε ότι το δικό του έχει χτυπήσει «κόκκινο», την ώρα που παραλάμβανε πέρυσι ένα από τα Οσκαρ του (και είναι βέβαιο, την ερχόμενη Κυριακή, στην 96η απονομή, όλο και κάποια/ος θα το επικαλεστεί).
Οι ειδικοί, πάντως, θα συνεχίσουν να ερίζουν για τα βασικά συστατικά και τους περιορισμούς του «impostor syndrome». Σημειωτέον ότι τα τελευταία χρόνια μια νέα γενιά φεμινιστριών θεωρεί ότι το σύνδρομο είναι από μόνο του παντελώς fake.
Και αυτό γιατί αποδίδει τα πάντα στο γυναικείο «αμάρτημα» της αυτοαμφισβήτησης (που αν την αποτινάξεις, η επαγγελματική σου καριέρα θα γεμίσει αυτόματα πεταλούδες και ροδοπέταλα). Και αφήνει έξω μια εργασιακή κουλτούρα που σχεδόν εμμονικά εξακολουθεί εν έτει 2024 να αφήνει τις γυναίκες υποαμειβόμενες και υποεκπροσωπούμενες π.χ. σε θέσεις ευθύνης.
Τελειώνω με μια συμβουλή που δίνει, μέσω των FT, σε όσες και όσους επιμένουν να νιώθουν «απατεώνες» η προαναφερθείσα εμπνεύστρια του όρου, Πολίν Κλανς: «Θυμήσου μια επιτυχία που είχες. Μετά κάλεσε στο δωμάτιο το αφεντικό σου. Τι θα έλεγε; Μετά βάλε κάποιον άλλον μέσα, ας πούμε τον καθηγητή σου. Μετά, τον επικεφαλής του πρότζεκτ… Μετά τον πατέρα, την αδελφή σου… Οταν το δωμάτιο γεμίσει, θα σε ρωτήσω: “Δεν πιστεύεις ότι έχει ενδιαφέρον που μπορείς και ξεγελάς τόσους έξυπνους ανθρώπους;»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News