Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης κατέστη σαφές ότι η έκταση της πανδημίας της Covid-19 στην κάθε χώρα/περιφέρεια/πόλη είναι καταρχήν ανεξάρτητη της ποιότητας και της επάρκειας ενός συστήματος Υγείας. Θα έλεγε δε κανείς ότι μάλλον συμβαίνει το αντίστροφο· υπό την έννοια ότι ο κίνδυνος κατάρρευσης των λιγότερο επαρκών συστημάτων Υγείας λειτουργεί ως καμπανάκι προς λήψη αυστηρών μέτρων ήδη από την αρχή.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Ελλάδα αλλά και οι υπόλοιπες βαλκανικές χώρες. Από την άλλη πλευρά, η τάση σημαντικού μέρους δημοσιολογούντων στην Ευρώπη, ακόμη και προερχόμενων από τον ιατρικό κλάδο, να αποδίδει την υγειονομική κρίση των ΗΠΑ και ιδίως της Νέας Υόρκης στο ιδιωτικό σύστημα ασφάλισης και υγειονομικής περίθαλψης ανέδειξε ότι η εικόνα και η αντίληψη περί του τελευταίου μόνο σαφής δεν είναι. Ωστόσο, ας μην αυτοεξαιρούμαι. Έως να έρθω στις ΗΠΑ και να ξεκινήσω να ασκώ Ιατρική εδώ, μοιραζόμουν το γνωστό στερεότυπο ότι «στην Αμερική, αν δεν έχεις χρήματα ή ασφάλεια, πεθαίνεις». Σύντομα, όμως, διαπίστωσα ότι αυτό είναι τόσο αληθές όσο ότι ο Μπιλ Γκέιτς κατασκεύασε τον κορονοϊό.
Σχηματικά, στις ΗΠΑ πέρα από την ιδιωτική (συνδεδεμένη με την εργασία) ασφάλιση, που αποτελεί τον κανόνα, συνυπάρχουν δύο βασικοί τύποι δημόσιας ασφάλισης: το Medicare, που είναι διαθέσιμο και απευθύνεται σε κάθε ασφαλισμένο, που έχει συμπληρώσει τα 65 έτη και έχει εργαστεί (στις περισσότερες των περιπτώσεων) με ασφάλιση για τουλάχιστον δέκα έτη· και το Medicaid, που αφορά συγκεκριμένα, χαμηλά εισοδήματα μόνο. Υπάρχει βέβαια και η γκρίζα ζώνη των ανασφάλιστων. Αυτοί χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: στους μετανάστες που εισήλθαν παράνομα στη χώρα και, συνεπώς, δεν είναι καταχωρισμένοι στο σύστημα· σε όσους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα ιδιωτικής ασφάλισης αλλά ούτε και αρκετά χαμηλά εισοδήματα για να ενταχθούν στο Medicaid· τέλος, σ’ αυτούς που για οποιονδήποτε λόγο στερούνται για ένα διάστημα την ιδιωτική ασφάλιση (λ.χ. μένουν χωρίς δουλειά για ένα διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν πληρούν τα κριτήρια για μία από τις άλλες δημόσιες ασφάλειες).
Οι ασθενείς με ιδιωτική ασφάλιση εξετάζονται και νοσηλεύονται όχι μόνο σε ιδιωτικά αλλά και σε δημόσια νοσοκομεία. Ισχύει, όμως, και το αντίστροφο‧ δηλαδή οι ασθενείς με δημόσια ασφάλιση γίνονται δεκτοί και σε ιδιωτικά νοσοκομεία. Αυτό, όμως, που είναι αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμη και οι ανασφάλιστοι έχουν τη δυνατότητα να απευθυνθούν στα επείγοντα των πιο διάσημων και ακριβών ιδιωτικών νοσοκομείων της χώρας και, αντίστοιχα, τα τελευταία έχουν την υποχρέωση να τους παρέχουν νοσηλεία, όποιο και αν είναι το κόστος. Από την προσωπική μου μόνο εμπειρία, γνωρίζω αρκετές περιπτώσεις ανασφάλιστων που έτυχε να εισαχθούν οξέως σε ιδιωτικό νοσοκομείο και, όταν η ιατρική τους κατάσταση το κατέστησε επιβεβλημένο, έλαβαν τις πλέον προηγμένες και δαπανηρές θεραπείες (λ.χ. διαδερμικές αντικαταστάσεις βαλβίδων ή εμφυτεύσιμους απινιδωτές).
Τι σημαίνει αυτό στην περίπτωση της παρούσας υγειονομικής κρίσης; Ότι οποιοσδήποτε ασθενής έχει μολυνθεί από κορονοϊό αναπτύσσοντας σοβαρή συμπτωματολογία Covid-19, έχει τη δυνατότητα να απευθυνθεί στα επείγοντα είτε ιδιωτικού είτε δημόσιου νοσοκομείου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη τι είδους ασφάλεια έχει. Εύλογα, βέβαια, αναρωτιέται κανείς εάν το ιδιωτικό νοσοκομείο θα περιθάλψει με την ίδια φροντίδα τον ασθενή που έχει ιδιωτική ασφάλιση σε σχέση με αυτόν που έχει δημόσια ασφάλιση ή είναι ανασφάλιστος. Καθώς εργάζομαι παράλληλα σε ένα δημόσιο (δημοτικό) και σε ένα ιδιωτικό (non profit) νοσοκομείο, μπορώ να απαντήσω με βάση τη δική μου προσωπική εμπειρία: η περίθαλψη που προσφέραμε στις δύο κατηγορίες ασθενών και νοσοκομείων ήταν ακριβώς η ίδια‧ ώστε να είναι εντελώς άστοχη κάθε προσέγγιση της σημερινής αμερικάνικης κρίσης, η οποία εντοπίζει το πρόβλημα στην αριθμητική υπεροχή των ιδιωτικών νοσοκομείων. Κατά μείζονα δε λόγο, η προσέγγιση αυτή είναι και άδικη‧ διότι τα μεγαλύτερα και επιφανέστερα ιδιωτικά νοσοκομεία της Νέας Υόρκης νοσηλεύουν τη δεδομένη στιγμή πολύ περισσότερους ασθενείς από το σύνολο των δημοσίων και οι ασθενείς αυτοί προέρχονται από κάθε κοινωνική και οικονομική τάξη.
Συμπερασματικά, το είδος ιατρικής ασφάλειας των Αμερικανών, δεν έπαιξε κανέναν ρόλο στην οξεία νοσηλεία τους με Covid-19. Ωστόσο, το γεγονός ότι όλοι οι ασθενείς λαμβάνουν από το σύστημα υγείας την ίδια φροντίδα κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους, δεν σημαίνει αντίστοιχα ότι είναι ίσοι απέναντι στον κορονοϊό. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στους σχετικούς χάρτες, για να διαπιστώσει ότι τα ποσοστά νοσούντων είναι συντριπτικά μεγαλύτερα σε περιοχές της Νέας Υόρκης που κατοικούν Αφροαμερικάνοι και Ισπανόφωνοι.
Η αιτία πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στη διάκριση white/blue collar. Ενώ ο λευκός investment banker ζει στο Mανχάταν και εργάζεται εξίσου αποτελεσματικά από το σπίτι του, ο ισπανόφωνος μετανάστης από το Μπρονξ που εργάζεται σε εστιατόρια, μεταφορικές και σούπερ μάρκετ, πρέπει να είναι φυσικά παρών στον τόπο εργασίας του, με συνέπεια να εκτίθεται στον ιό και να τον μεταφέρει στην κοινότητά του. Ακόμη όμως και ανάμεσα σε όσους μολύνονται από τον ιό, προκύπτει πάλι ότι οι Αφροαμερικάνοι και οι Ισπανόφωνοι έχουν αυξημένο κίνδυνο νοσηλείας, διασωλήνωσης και δυστυχώς θανάτου.
Εν προκειμένω, η φυλή και η εθνικότητα είναι μάλλον συγχυτικοί παράγοντες. Οι κρίσιμες για τον κορονοϊό συννοσηρότητες, όπως η στεφανιαία νόσος, η καρδιακή ανεπάρκεια, η παχυσαρκία, ο διαβήτης και η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, είναι πολύ συχνότερες ανάμεσα στις εν λόγω πληθυσμιακές ομάδες σε σχέση με τους λευκούς Αμερικάνους ή τους Ευρωπαίους. Το 95% των ασθενών που βλέπω ανήκει σε μία από τις δύο παραπάνω πληθυσμιακές ομάδες/μειονότητες και ανάμεσα τους τουλάχιστον το 85% είχε μία η περισσότερες σημαντικές παθήσεις.
Η αυξημένη συχνότητα αυτών των παθήσεων στις φυλετικές και εθνικές μειονότητες των ΗΠΑ έχει μια σειρά από εξηγήσεις. Εξηγήσαμε ότι οι μειονότητες, οι ανασφάλιστοι και γενικά οι οικονομικά ασθενέστεροι, δεν αδικούνται ή υποπεριθάλπτονται όταν θα χρειαστούν νοσηλεία. Το μεγαλύτερο κομμάτι όμως της ιατρικής περίθαλψης, στην Αμερική, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, συμβαίνει σε επίπεδο εξωτερικών ιατρείων.
Εδώ θα μπορούσε να πει κανείς πως ανασφάλιστοι και ασθενείς με medicaid ξεκινάνε με ένα μειονέκτημα: πολλά ιδιωτικά ιατρεία, ή ακόμη και εξωτερικά ιατρεία νοσοκομειακών συστημάτων, θα προτιμήσουν να δουν στα εξωτερικά τους ιατρεία ασθενείς με καλύτερες ασφάλειες, γιατί θα πληρωθούν καλύτερα από αυτές. Οι περισσότερες μεγαλουπόλεις στις ΗΠΑ προσπαθούν εδώ και χρόνια να λύσουν αυτό το ζήτημα με τα δημοτικά νοσοκομεία. Η Νέα Υόρκη για παράδειγμα, έχει ένδεκα τέτοια και πολλά περισσότερα συγκροτήματα εξωτερικών πολυιατρείων. Εκεί, ένας ανασφάλιστος μπορεί να λάβει πρωτοβάθμια φροντίδα Υγείας αλλά και να δει ιατρούς των πιο εξειδικευμένων ειδικοτήτων, με πολύ χαμηλό ως μηδενικό τις περισσότερες φορές, κόστος, ενώ τα φαρμακεία των νοσοκομείων αυτών τους παρέχουν τα φάρμακα που χρειάζονται σε μηδενικές τιμές.
Εφόσον, λοιπόν, υπάρχουν αρκετές επιλογές για πρόσβαση σε πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, ποιος είναι ο λόγος που αυτές οι μειονότητες έχουν τόσο υψηλότερα ποσοστά διαβήτη, καρδιοπαθειών, δυσλιπιδεμιών και αναπνευστικών προβλημάτων; Οι απαντήσεις βρίσκονται στον τρόπο ζωής. Πρωταρχικά, στην ελάχιστη ως μηδενική κίνηση και άθληση. Η τυπική εικόνα από ταινίες με (μόνο) λευκούς Αμερικανούς να τρέχουν στο Σέντραλ Παρκ ή και στα άλλα πάρκα, δεν είναι και τόσο στερεοτυπική εν τέλει, γιατί οι πληθυσμοί των μειονοτήτων θα βρεθούν σπανίως να αθλούνται εκεί. Παρομοίως, στα θέματα διατροφής: οι πιο πλούσιες πληθυσμιακές ομάδες τρέφονται σωστά, ενώ οι φτωχότεροι καταφεύγουν στο fast food, το οποίο είναι εντέλει πολύ φθηνότερο από τα φρούτα και τα λαχανικά στη Νέα Υόρκη.
Συμπερασματικά, οι ανισότητες στην υγεία είναι φυλετικές και εθνικές μεν, αλλά δεν σχετίζονται με το σύστημα ιατρικής ασφάλισης και τα ιδιωτικά νοσοκομεία. Ο βασικότερος παράγοντας είναι οι ανισότητες που πηγάζουν από τον τρόπο ζωής. Τα τελευταία χρόνια, ο δρ Valentin Fuster (του ιδιωτικού νοσοκομείου Mount Sinai), ένας από τους επιφανέστερους καρδιολόγους στον κόσμο, έχει ξεκινήσει το πρόγραμμα FAMILIA, το οποίο απευθύνεται σε παιδιά 3-5 ετών που κατοικούν στο Χάρλεμ, μια από τις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της Νέας Υόρκης, με εξαιρετικά υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας. Το πρόγραμμα έχει ως στόχο, μεταξύ άλλων, να ενισχύει την αντίληψη των παιδιών περί υγιεινής μέσα από την έγκαιρη παρέμβαση με εκπαιδευτικά προγράμματα προσχολικής ηλικίας και να εξετάσει αν οι τυχόν αλλαγές θα έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση της επίπτωσης της καρδιαγγειακής νόσου και του διαβήτη στα παιδιά που συμμετέχουν. Ισως τελικά, νωρίς στην προσχολική ακόμη ηλικία, να υπάρχει ένα μοναδικό παράθυρο να παρέμβουμε εγκαίρως στις επόμενες γενιές ώστε να μειώσουμε τον μελλοντικό κίνδυνο για καρδιαγγειακές, και όχι μόνο, παθήσεις.
* Ο Δαμιανός Κοκκινίδης MD, MSc (twitter: @dgkokkinidis) είναι ειδικευόμενος Παθολογίας-Καρδιολογίας στο Jacobi Medical Center του Albert Einstein College of Medicine, στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News