Οι φούστες ήταν μίνι. Δηλαδή ήταν ακριβώς πάνω από το γόνατο για τις παντρεμένες και για τις μαμάδες, που τότε άλλαζαν αυτόματα πίστα ένδυσης. Τους έπρεπε, «Κυρίες». Αλλά υπήρχε και το καυτό μίνι που ήταν για τα κορίτσια. Εμείς, τότε, κορίτσια. Αρα με καυτό μίνι. Και σουτιέν. Οχι γιατί χρειαζόταν, αλλά γιατί καμαρώναμε για το καινούργιο μας στήθος (σαν καινούργιο το αντιμετωπίζαμε) όπως και για τις μπότες μας.
Τα αγόρια ήταν ντροπαλά. Είχαν γενναία φρένα. Μου πήρε χρόνια να αναγνωρίσω πόσα φρένα χρειάζονταν τα αγόρια τότε. Ηταν πολύ γλυκά διστακτικά. Το περισσότερο, στα άκρα άκρα τους, να «βάλουν χέρι» (στο πόδι σου) και κοκκίνιζαν ή να σε σφίξουν στο μπλουζ και ξανά κοκκίνιζαν. Ακόμα και μερικά που υποδύονταν τα μαγκάκια, τα περπατημένα… Ξεπέταγαν κάνα σόκιν ανέκδοτο… Σιγά! Ηταν χρόνια δικτατορίας. Μετά, κατά τη Μεταπολίτευση, γέμισαν τρίχα. Φαβορίτες, μαλλιά μακριά…
Τα αγόρια που σας λέω δεν ήταν ακόμα αυτά τα αγόρια. Είχαν χωρίστρα μελετημένη. Ιδίως αυτά της επαρχίας. «Πάθαιναν» αν δήλωνες «Αθηναία». «Ξένη»; Δεν το συζητώ! Ηταν η απόλυτη ονείρωξη! Σουηδέζα… Εγγλέζα… (πέρασαν χρόνια και χρόνια να πάρει το αίμα της πίσω η Ελληνίδα).
Ηταν, όπως προείπα, χρόνια δικτατορίας. Λογοκρισία στο φουλ. Ακόμα και στα τσοντοπεριοδικά. Εβαζαν αστεράκι επάνω στις θηλές. Για αιδοίον, ούτε λόγος. Απαραιτήτως βρακί. Το στήθος ήταν το φετίχ, και αυτό με αστεράκια. Αρα, δούλευε στο φουλ η φαντασία. Τόσο, που έφταναν στ’ αστέρια και στο φεγγάρι. Δηλαδή είχε ίχνη ρομαντισμού και η τσόντα ακόμα. Πόσο συμπονώ τα «σύγχρονα» για τον γελοίο πήχη που τους ξετινάζει η σύγχρονη τσόντα. Αυτό είναι μαραθώνιος! «Πιάσε τοίχο θα ΖΜΠρόξω» έλεγε ο Γκουσγκούνης και είχε αφήσει εποχή και γέλιο μαζί.
Μα, ρε Ρέα, όλα καλά και άγια; Πας καλά; Είχε τέρατα η ντουλάπα, αλλά δεν είναι της παρούσης. Δεν τα περιγράφω με νοσταλγία, την ατμόσφαιρα μιας εποχής σας μεταφέρω. Για εκείνα τα αγόρια κόπτομαι να μιλήσω. Τα αγόρια, «Δάκης»! Ο Δάκης μου τα έφερε στη μνήμη. «Εκείνο το πρωί στην Κηφισιά», που είχε μια λιμνούλα μπροστά από το ξενοδοχείο του Απέργη και ρίχναμε δραχμές τα ζευγαράκια και κάναμε ευχές. Και μετά γευόμασταν παγωτό Αλάσκα που το έφερναν αναμμένο. Να φλέγεται. Λογικά, εκείνα τα αγόρια φλέγονταν ενώ εμείς προβάραμε τον έρωτα πάνω τους. Αλλά μας χειρίζονταν σαν ιερά δισκοπότηρα. Κοκκινίζοντας, ξεφυσώντας, ρίχνοντας το κεφάλι τους πίσω, να βγαίνει τσακ σαν κουμπάκι ένα λαρύγγι, και να παίρνουν μια γερή ανάσα να αντέξουν τα φρένα τους…
Και κοίτα πώς ήρθαν τα πράγματα… Εκείνα τα κορίτσια ενός «κάποτε» άλλαξαν πολύ. Και τα αγόρια άλλαξαν πολύ. Και ο κόσμος όλος άλλαξε άγρια και ευεργετικά μαζί. Αλλά «πολύ»! Εν τέλει έμεινε ανέγγιχτος ο Δάκης και οι αρχές του. Ακόμα και την ύστατη ώρα. Ιερός θεματοφύλακας μιας νιότης. Ο Δάκης που λειτουργούσε κάπως ως προσομοιωτής έρωτα. Πρώτα εκείνον ερωτευόμασταν μετά ψάχναμε το αγόρι. Και, μα τον Θεό, το δικό μου του έμοιαζε (πριν μπει στο Πανεπιστήμιο και γυρίσει σελίδα η ιστορία «μεταπολίτευση» και μακρύνει τα μαλλιά του και καπνίζει Καρέλια).
Καταλάβατε, αναγνώστες μου, τι έγινε; Ο Δάκης… Κάντε τον εικόνα αυτόν και το χαμόγελό του… Στάθηκε μέχρι τέλους σημαία! Εκπρόσωπος εκείνων των αγοριών που τα κατάπιε ο χρόνος, τα χρόνια. Χωρίς ούτε στιγμή να γίνει γραφικός. Πώς το κατάφερε; Αρα έφερε αδιάλειπτα την αλήθεια του. Κοιτάζοντας τον… Αναπολώ αυτό που είχε γράψει ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος σε ένα κείμενό του… «Λίγος δισταγμός, βρε παιδιά!»… Αυτό μου λείπει πολύ… «Λίγος δισταγμός, βρε παιδιά!». Καλό ταξίδι στην ωραία ψυχή του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News